Ο φαντομάς
9 1 O ι τσιρίδες την καλούσαν. Σαν ηχητικές λόγχες διαπερνού- σαν κάθε άλλο νυχτερινό θόρυβο στο κέντρο του Όσλο: τον σταθερό βόμβο των αυτοκινήτων έξω από το παράθυρο, τις μακρινές σειρήνες που άλλοτε ακούγονταν κι άλλοτε έσβη- ναν, τις καμπάνες της εκκλησίας που μόλις είχαν αρχίσει να χτυπούν παραδίπλα. Έβγαινε για κυνήγι τη νύχτα, πριν από την ανατολή του ήλιου. Έσυρε τη μύτη της στον βρόμικο μου- σαμά του δαπέδου καταγράφοντας και ταξινομώντας τις μυ- ρωδιές με ταχύτητα αστραπής. Τρεις κατηγορίες: βρώσιμες, απειλητικές και αδιάφορες για την επιβίωσή της. Η ξινή μυ- ρωδιά της γκρίζας στάχτης· η ζαχαρένια γεύση του αίματος σ’ ένα κομμάτι βαμβάκι· η πικρή δυσοσμία της μπίρας απ’ το αναποδογυρισμένο καπάκι μιας Ρίνγκνες· τα μόρια του θείου, του νιτρικού καλίου και του διοξειδίου του άνθρακα που εί- χαν ελευθερωθεί από τον άδειο κάλυκα μιας σφαίρας 9x18 mm – γνωστής απλώς και ως Μακάροφ, από το όνομα του όπλου στο οποίο πρωτοχρησιμοποιήθηκε αυτό το διαμέτρη- μα. Ο καπνός από ένα αποτσίγαρο που σιγόκαιγε ακόμη, με χρυσό φίλτρο και μαύρο χαρτί, που είχε απάνω του τυπωμένο το εθνόσημο της Ρωσίας, έναν δικέφαλο αετό. Ο καπνός ήταν βρώσιμος. Κι επίσης: μυρωδιά από αλκοόλ, δέρμα, λίπος, άσφαλτο. Ένα παπούτσι. Το μύρισε. Κι αποφάσισε ότι δεν ήταν τόσο εύκολο να φαγωθεί όσο το μπουφάν στην ντουλά-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=