Ο ερευνητής

13 Ο Ε Ρ Ε Υ Ν Η Τ Η Σ πηγαινοέρχονται στον κήπο, μια γυαλιστερή αλεπού να κο- ντοστέκεται και να του ρίχνει ένα προκλητικό βλέμμα. Μια φορά ένας ασβός, πιο μεγάλος απ’ ό,τι θα περίμενε ο Καλ, σουλατσάριζε παράλληλα με τον φράχτη και εξαφανίστηκε στους θάμνους μπροστά· λίγο αργότερα ακούστηκε μια ψιλή κραυγή και το σύρσιμο του ασβού να απομακρύνεται. Οτιδή- ποτε θα μπορούσε να συνεχίσει να κάνει τη δουλειά του εκεί έξω. Προτού ο Καλ πέσει για ύπνο εκείνο το βράδυ, τοποθέτησε τις δυο κούπες του και δυο πιάτα στο περβάζι της κρεβατο- κάμαρας και έσυρε ένα παλιό γραφείο μπροστά στην πόρτα της. Στη συνέχεια ένιωσε ανόητος και τα απέσυρε όλα. Δυο μέρες αργότερα, ενώ ξήλωνε την ταπετσαρία το πρωί, με το παράθυρο ανοιχτό για να φεύγει η σκόνη, τα κοράκια πετάχτηκαν ξαφνικά από το δέντρο τους, φωνάζοντας σε κάτι αποκάτω. Τα βιαστικά βήματα που απομακρύνονταν πίσω από τον φράχτη με τους θάμνους ήταν από κάτι μεγάλο και θορυ- βώδες για σκαντζόχοιρο ή αλεπού, πόσο μάλλον για ασβό. Όταν πλέον βγήκε έξω ο Καλ, ήταν και πάλι αργά. Ίσως τίποτα παιδιά που βαριούνται και κατασκοπεύουν τον νεοφερμένο. Άλλωστε, δεν υπάρχουν και πολλά να κάνει κάποιος εδώ γύρω, με ένα χωριουδάκι στη μέση του πουθενά και την κοντινότερη κωμόπολη είκοσι πέντε χιλιόμετρα μακριά. Ο Καλ νιώθει χαζός και μόνο που σκέφτηκε οτιδήποτε άλλο. Ο Μαρτ, ο πιο κοντινός γείτονας λίγο πιο πάνω στον δρόμο, ούτε που κλειδώνει την πόρτα του το βράδυ. Όταν ο Καλ σή- κωσε το φρύδι ακούγοντας κάτι τέτοιο, το πρόσωπο του γεί- τονα με τα ψηλά ζυγωματικά πήρε μια εύθυμη έκφραση, και ο Μαρτ άρχισε να γελάει ώσπου λαχάνιασε. «Στην κατάσταση που βρίσκεται» είπε, δείχνοντας προς το σπίτι του Καλ, «τι να σου κλέψουν; Και ποιος; Λες νά ’ρθω κάνα πρωί να ψαχουλέ- ψω την μπουγάδα σου μπας και μου γυαλίσει τίποτα μοδάτο;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=