Ο εραστής
Ο ΕΡΑΣΤΗΣ | 23 γνώριζα την ηδονή. Εκείνο το πρόσωπο φαινόταν πολύ έντο να. Ακόμα και η μητέρα μου θα πρέπει να το έβλεπε. Οι αδελφοί μου το έβλεπαν. Όλα άρχισαν για μένα μ’ αυτό τον τρόπο, μ’ εκείνο το χτυπητό, το εξουθενωμένο πρόσωπο, εκεί να τα μάτια που είχαν μαύρους κύκλους προτρέχοντας του χρόνου, του πειράματος . Δεκαπέντε και μισό. Ο διάπλους του ποταμού. Όποτε επι στρέφω στη Σαϊγκόν, κάνω ένα ταξίδι, ιδίως όταν παίρνω το λεωφορείο. Κι εκείνο το πρωί πήρα το λεωφορείο από το Σαντέκ, όπου η μητέρα μου διευθύνει το σχολείο θηλέων. Είναι το τέλος των σχολικών διακοπών, δεν θυμάμαι πια ποιων. Είχα πάει να τις περάσω στο μικρό σπίτι που παρα χωρούσε στη μητέρα μου το κράτος. Κι εκείνη τη μέρα επι στρέφω στη Σαϊγκόν, στο οικοτροφείο. Το λεωφορείο για τους ιθαγενείς έφυγε από την πλατεία της αγοράς του Σαντέκ. Η μητέρα μου με συνόδευσε όπως πάντα και με εμπιστεύτηκε στον οδηγό, πάντα με εμπιστεύεται στους οδηγούς των λεω φορείων για τη Σαϊγκόν, για την περίπτωση δυστυχήματος, πυρκαγιάς, βιασμού, πειρατικής επίθεσης, θανατηφόρας βλάβης του ποταμόπλοιου. Όπως πάντα ο οδηγός με έβαλε κοντά του, μπροστά, στη θέση που είναι για τους λευκούς ταξιδιώτες.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=