Ο ΔΥΤΗΣ 13 μέτρα μακριά. Κάτι κρατάνε στα χέρια τους και φωνάζουν ακατανόητες λέξεις, κομμάτια μιας κουρασμένης διαμαρτυρίας. – Ένα… δύο… Έχουν αρχίσει να μετράνε. – Τρία… οοοοοπ! Ο ήχος της πτώσης φτάνει στ’ αυτιά του πολλαπλασιασμένος από το νερό. Οι άντρες φεύγουν και το φορτίο τους έχει προφανώς καταλήξει στη θάλασσα. Παραμένει στη θέση του μέχρι να τους καταπιεί η νύχτα. Το κολύμπι δεν μοιάζει με καλοκαιρινό παιχνίδι καθώς σφίγγει ακόμα το καλάμι στο χέρι και φοράει όλα του τα ρούχα. Το παλτό ζυγίζει όσο ολόκληρη η πόλη, που κρέμεται από ψηλά, κάπου μακριά, χωρίς φώτα. Χρειάζεται τρία τέσσερα λεπτά μέχρι να φτάσει έξω και να ξαναπατήσει στον βυθό. Το πεταμένο φορτίο των δύο αντρών επιπλέει δίπλα του. Ένα μεγάλο σακί με... Όχι. Ένα ανθρώπινο σώμα. Ανήμπορος να κάνει ή να σκεφτεί οτιδήποτε, το τραβάει στην παραλία. Η νέα γυναίκα τού κόβει την ανάσα όπως τον κοιτάζει με τα νεκρά, ορθάνοιχτα μάτια της. Την έχουν τυλίξει με μια κουβέρτα. Είναι άραγε απλή περιέργεια ή μια ανάμνηση λαγνείας που τον σπρώχνει να παραμερίσει το τελευταίο της σκέπασμα; Ενστικτωδώς τραβιέται μερικά βήματα πίσω. Στην κάτω μεριά του αριστερού μαρμάρινου στήθους της υπάρχει ένα αλλόκοτο μαύρο σημάδι. Την ξαναπλησιάζει για να δει καλύτερα. Μια πληγή που δεν κατάφερε
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=