Ο Δύτης

ΜΙΝΩΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ 12 πενήντα σκαλοπάτια της εκκλησίας τα κατεβαίνει πετώντας και προτού φτάσει στο λιμάνι, κόβει αριστερά στο χωμάτινο μονοπάτι. Δεν απέχει παραπάνω από ένα χιλιόμετρο η παραλία. Ο χρόνος κυλάει γρήγορα, κι αυτός παρατηρεί συνεχώς τον ορίζοντα, τα αστέρια και το αθέατο ρολόι, που είναι σφηνωμένο ανάμεσά τους. Μισή ώρα περιθώριο κρέμεται μέχρι το πρώτο φως και τίποτα δεν έχει ακόμη καταδεχτεί να τσιμπήσει το αγκίστρι του. Ετοιμάζεται να ξανατινάξει το καλάμι. Η κίνηση μένει μετέωρη, ενώ δύο αντρικές φωνές τρυπάνε το σκοτάδι. Είναι αδύνατον να καταλάβει τι λένε, και ούτε τον ενδιαφέρει. Δεν επιτρέπεται να τον πιάσουν να ψαρεύει, μονάχα αυτό έχει σημασία. Οι φωνές αργά και σταθερά πλησιάζουν. Δέντρο ή κρυψώνα δεν υπάρχει σε ακτίνα πενήντα τουλάχιστον μέτρων και το τρέξιμο πάνω στα βότσαλα θα ακουστεί σαν καλπασμός. Νιώθει πως θέλει να κατουρήσει, μα γνωρίζει τα φτηνά κόλπα του φόβου. Βάζει το δεξί του πόδι στη θάλασσα. Είναι τόσο παγωμένη όσο και το μυαλό του. Οι δύο σκιές αρχίζουν να διακρίνονται στο τέλος του μονοπατιού. Παίρνει αναπνοή, σφίγγει το καλάμι και βουτάει. Το κεφάλι του σχεδόν βυθίζεται στο νερό, το στόμα του προεξέχει ελάχιστα από την επιφάνεια. Οι δύο άντρες φτάνουν στο σημείο όπου ψάρευε. Ακόμα κι αν τον έψαχναν, δεν θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν. Ήδη κολυμπάει αθόρυβα πενήντα ή εξήντα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=