11 1 «Σήκω, νύχτωσε». Δεν είχε χαράξει ακόμη όταν άκουγε τη βραχνή φωνή να κόβει τα όνειρα στη μέση και να τα πετάει κουτσά στις άκρες της πραγματικότητας. Με έναν ανάποδο τρόπο ο πατέρας του έλεγε την αλήθεια. Έπρεπε να σηκωθεί νύχτα απ’ το κρεβάτι. Ήταν ώρα για δουλειά. «Σήκω, νύχτωσε». Τα μάτια του ανοίγουν κι αμέσως γουρλώνουν για να μαντέψουν τι είναι αυτό που τον ξυπνάει πίσω απ’ το σκοτάδι. Κανείς δεν έχει μιλήσει. Ο πατέρας του, νεκρός εφτά χρόνια πια, του έχει αφήσει την επαναλαμβανόμενη προσταγή για κληρονομιά. Στον ουρανό ένα σύννεφο δυτικά κρατάει την τελευταία αντανάκλαση του φεγγαριού. Σκύβει να πιει απ’ τη βρύση της αυλής. Φίλο το φωνάζουν το νερό, γιατί τους κάνει να ξεχνάνε την πείνα. Χώνει τελετουργικά το καλάμι του ψαρέματος στην πλάτη του παλτού του. Είναι κομμένο με ακρίβεια εκατοστού, για να μη διακρίνεται καθόλου σε κάθε του βήμα. Το ψάρεμα απαγορεύεται αυστηρά, όπως κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Στον δρόμο τρέχει για να κρυφτεί πίσω από τις σκιές και τους κορμούς των αραιών δέντρων. Τα εκατόν
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=