Ο διάβολος μόνο ξέρει

I A N R A N K I N 18 τυπες κατοικίες. Στις ερωτήσεις των ΜΜΕ είχε παραδεχτεί ότι η αστυνομία ετοιμαζόταν να του πάρει κατάθεση. Το άρθρο συνόδευε μια φωτογραφία της Μαρίας Ταρκουάντ (τραβηγ­ μένη σε κάποιο πάρτι), η οποία είχε χρησιμοποιηθεί πολύ τις εβδομάδες που ακολούθησαν μετά τον θάνατό της. Φορούσε ένα κοντό φόρεμα με βαθύ ντεκολτέ και πόζαρε με σουφρω­ μένα χείλη για τη φωτογραφία, στο ένα χέρι το τσιγάρο, στο άλλο ένα ποτό. Στήλες ολόκληρες αναφέρονταν στην «έξαλλη ζωή» της, στις ορδές των εραστών και θαυμαστών της, στις διακοπές σε χειμερινά θέρετρα και στα νησιά της Καραϊβικής. Λίγοι στέκονταν στο τέλος της, στον φόβο που πρέπει να είχε αισθανθεί και στον τρομερό πόνο καθώς τα χέρια του φονιά της συνέθλιβαν τον αεραγωγό της. Δυνατά, αντρικά χέρια, σύμφωνα με τη νεκροψία. «Τι σκαρώνεις;» Ο Ρέμπους σήκωσε το βλέμμα του. Στην πόρτα στεκόταν η Ντέμπορα Κουάντ. Φορούσε το μακρύ, λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι που φύλαγε σε ένα συρτάρι στην κρεβατοκάμαρά του για τις σπάνιες βραδιές που έμενε εκεί. Βλέπονταν εδώ και έναν χρόνο περίπου, αλλά η συμβίωση ήταν κάτι που είχαν απορρίψει από κοινού – ήταν και οι δύο βολεμένοι στις συνή­ θειές τους, είχαν συνηθίσει τη μοναξιά και τη ρουτίνα τους. «Δεν μπορούσα να κοιμηθώ» απάντησε. «Από τον βήχα;» Η Ντέμπορα έσπρωξε προς τα πίσω τα μακριά μαλλιά της. Αντί απάντησης ο Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους. Πώς θα μπορούσε να της πει ότι είχε ονειρευτεί να καπνίζει και είχε ξυπνήσει με τη λαχτάρα της νικοτίνης, μια λαχτάρα που κανένα αυτοκόλλητο, τσίχλα ή ηλεκτρονικό τσιγάρο δεν θα μπορούσε ποτέ να ικανοποιήσει; «Τι είναι όλα αυτά;» συνέχισε εκείνη, χτυπώντας ελαφρά με το ξυπόλυτο πόδι της ένα από τα κουτιά. «Δεν έχεις ξαναβρεθεί ποτέ εδώ μέσα; Είναι απλώς… πα­ λιές υποθέσεις. Πράγματα που με ενδιέφεραν τότε».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=