Ο διάβολος και τα σκοτεινά νερά
Ο Δ Ι Α Β Ο Λ Ο Σ Κ Α Ι Τ Α Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Α Ν Ε Ρ Α 19 «Όλες μυρίζουν σαν κάτουρο. Μια αλοιφή είναι άχρηστη αν δεν μυρίζει σαν κάτουρο». Ένας σωματοφύλακας ερχόταν προς το μέρος τους από τις αποβάθρες φωνάζοντας το όνομα του Σάμι. Φορούσε ένα φθαρμένο καπέλο με ένα κόκκινο φτερό, και το μαλακό γείσο του ήταν κατεβασμένο χαμηλά στα μάτια του. Τζίβες βρόμικα, ξανθά μαλλιά έπεφταν στους ώμους του ενώ μια γενειάδα έκρυβε το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του. Ο Άρεντ τον παρατηρούσε και ήταν φανερό πως ενέκρινε αυτό που έβλεπε. Οι περισσότεροι σωματοφύλακες στην Μπατάβια ήταν μέλη της προσωπικής φρουράς του γενικού κυβερνήτη. Ήταν καλο γυαλισμένοι, έκαναν χαιρετούρες και είχαν έφεση στο να κοι μούνται όρθιοι. Η κουρελιασμένη όμως στολή αυτού του άντρα φανέρωνε πως είχε κάνει πραγματικό στρατό. Το γαλάζιο του πουρπουάν είχε παλιούς λεκέδες από αίμα και ήταν γεμάτο τρύπες από βόλια και ξίφη, μπαλωμένες ξανά και ξανά. Φο ρούσε κόκκινη φουφούλα, που έφτανε μέχρι το γόνατο. Οι γυ μνές κνήμες του ήταν τριχωτές και μαυρισμένες από τον ήλιο, γεμάτες τσιμπήματα κουνουπιών και ουλές. Από τον τελαμώ να του κρέμονταν χάλκινες μπαρουτοθήκες, γεμάτες πυρίτιδα, που τσουγκρίζονταν μεταξύ τους και χτυπούσαν με γδούπο πάνω στα πουγκιά με τα βραδύκαυστα φιτίλια. Ο σωματοφύλακας χτύπησε ζωηρά προσοχή μπροστά στον Άρεντ. «Υπολοχαγέ Χέις, φρούραρχος Γιακόμπι Ντρεχτ» είπε διώ χνοντας μια μύγα από το πρόσωπό του. «Είμαι ο επικεφαλής της προσωπικής φρουράς του γενικού κυβερνήτη. Θα ταξιδέψω μαζί σας, για την ασφάλεια του ίδιου και της οικογένειάς του». Ο Ντρεχτ απευθύνθηκε στους σωματοφύλακες που τους συνό δευαν. «Άντρες, στη βάρκα γρήγορα. Ο γενικός κυβερνήτης
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=