Ο διάβολος και τα σκοτεινά νερά
S T U A R T T U R T O N 18 ρα, περιστοιχισμένοι από τους υπηρέτες τους και τα ακριβά τους μπαγκάζια. Γκρίνιαζαν κάτω από τα παρασόλια τους, και, ιδρώνοντας μέσα από τα δαντελωτά κολάρα τους, κουνού σαν μάταια τις βεντάλιες τους για να δροσιστούν. Η πομπή σταμάτησε και οι πύλες άρχισαν να κλείνουν, σβή νοντας τον αχό του αλαλάζοντος όχλου. Λιγοστές τελευταίες πέτρες εξοστρακίστηκαν πάνω σε κάτι κιβώτια, σηματοδοτώντας το τέλος των εχθροπραξιών. Ο Άρεντ άφησε έναν μακρύ αναστεναγμό και διπλώθηκε στα δύο, στηριζόμενος στα γόνατά του. Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του και έπεφτε κάτω, στο χώμα. «Είσαι πολύ χτυπημένος;» τον ρώτησε ο Σάμι, εξετάζοντας ένα κόψιμο στο μάγουλο του φίλου του. «Κανονικό ερείπιο» μούγκρισε ο Άρεντ. «Κατά τ’ άλλα, καλά είμαι». «Οι φύλακες της πόλης κατέσχεσαν και το κουτί με τα αλχη μιστικά μου σκευάσματα;» τον ρώτησε πραγματικά ανήσυχος. Ο Σάμι ήταν αποδεδειγμένα –πέρα των άλλων ταλέντων του– ένας ικανότατος αλχημιστής, και το κουτί του ήταν γεμά το με βάμματα, σκόνες και φίλτρα που είχε παρασκευάσει ο ίδιος και αποτελούσαν πολύτιμη βοήθεια στις έρευνές του. Χρειάστηκαν χρόνια για να φτιάξει πολλά απ’ αυτά, χρησιμο ποιώντας συστατικά που είχε φέρει από πολύ μακριά, και άρα πολύ δύσκολα θα μπορούσε να τα αντικαταστήσει. «Όχι, το πήρα κρυφά από την κρεβατοκάμαρά σου, προτού ψάξουν το σπίτι». «Ωραία» είπε επιδοκιμαστικά ο Σάμι. «Υπάρχει μια αλοι φή σε ένα βαζάκι, στο πράσινο. Βάζε από αυτή στα τραύματά σου δύο φορές την ημέρα, πρωί και βράδυ». Ο Άρεντ σούφρωσε τη μύτη του από αηδία. «Αυτή που μυ ρίζει σαν κάτουρο;»
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=