Ο διάβολος και τα σκοτεινά νερά

Ο Δ Ι Α Β Ο Λ Ο Σ Κ Α Ι Τ Α Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Α Ν Ε Ρ Α 17 Τον πέτυχε στον ώμο και τον έριξε κάτω να κυλιστεί στα χώ­ ματα. Το πλήθος έβαλε τις φωνές εξοργισμένο, και όρμησε στους φύλακες της πόλης που πάσχιζαν να το συγκρατήσουν. «Καλή βολή» μουρμούρισε επιδοκιμαστικά ο Σάμι σκύβο­ ντας γιατί τώρα οι πέτρες έπεφταν βροχή γύρω τους. Όταν έφτασαν επιτέλους στις αποβάθρες, ο Άρεντ κούτσαι­ νε και πονούσε σε όλο το τεράστιο σώμα του. Ο Σάμι είχε με­ ρικές μελανιές, αλλά, κατά τ’ άλλα, ήταν σώος και αβλαβής. Εντούτοις, άφησε μια κραυγή ανακούφισης τη στιγμή που άνοιξαν μπροστά τους οι πύλες. Από πίσω ξεκινούσε ένας λαβύρινθος από κιβώτια, κουλού­ ρες σχοινί, ψηλές ντάνες βαρέλια και ψάθινα κοφίνια με κότες που κακάριζαν. Βαστάζοι, γογγύζοντας, φόρτωναν γουρούνια και αγελάδες σε κωπήλατες βάρκες που σκαμπανέβαζαν στην ακροθαλασσιά, για να τα μεταφέρουν στα επτά γαλιόνια τα οποία ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Τα ζώα κοίταζαν θλιμμένα, η θάλασσα λαμπύριζε. Τα Ίντιαμαν, με τα πανιά μαζεμένα και τα κατάρτια γυμνά, έμοιαζαν με ψόφια σκαθά­ ρια, πεσμένα ανάσκελα, με τα πόδια σηκωμένα πάνω. Όμως, σε λίγο, καθένα τους θα γέμιζε με περισσότερους από τριακό­ σιους ανθρώπους, πλήρωμα και επιβάτες. Οι τελευταίοι κουνούσαν τα πουγκιά τους ώστε να κου­ δουνίσουν τα νομίσματα και να τους προσέξουν από τις βάρ­ κες που πηγαινοέρχονταν, και αν τύχαινε να φωνάξουν το όνομα του πλοίου τους, έσπρωχναν τους υπόλοιπους για να περάσουν. Μερικά παιδιά έπαιζαν κρυφτό ανάμεσα στα κι­ βώτια. Άλλα, μικρότερα, κρέμονταν από τα φουστάνια των μανάδων τους, ενώ οι πατεράδες αγριοκοίταζαν τον ουρανό, μην τυχόν συννεφιάσει και δείξει τα δόντια της η γαλανή απε­ ραντοσύνη. Οι πιο πλούσιοι επιβάτες στέκονταν χωριστά, λίγο πιο πέ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=