Ο διάβολος και τα σκοτεινά νερά

S T U A R T T U R T O N 16 ποι άπλωναν τα χέρια τους για να πιάσουν τα πόδια του. Άλλοι έραιναν με λουλούδια το διάβα του για να τον κατευοδώσουν. Εκείνος δεν τους έδινε σημασία. Ίππευε με το κεφάλι ψηλά, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά. Είχε γαμψή μύτη και φαλακρό κεφάλι, και ο Άρεντ, κοιτάζοντάς τον, σκεφτόταν πως έμοιαζε με γεράκι καβάλα σε άλογο. Τέσσερις λαχανιασμένοι σκλάβοι αγωνίζονταν να τον προ­ λάβουν, κουβαλώντας ένα χρυσοστόλιστο παλανκίνο που μετέ­ φερε τη γυναίκα και την κόρη του. Μια αναψοκοκκινισμένη υπηρέτρια περπατούσε βιαστικά δίπλα, μέσα στη ζέστη, κάνο­ ντας αέρα με μια βεντάλια. Πίσω τους, ακολουθούσαν τέσσερις στραβοκάνηδες σωμα­ τοφύλακες βαστώντας τις άκρες μιας βαριάς κασέλας που πε­ ριείχε το Φόλι. Ίδρωναν, και ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό τους και μούσκευε τα χέρια τους δυσκολεύοντας το κράτημα. Και όποτε γλιστρούσαν, τρόμος χάραζε τα πρόσωπά τους, για­ τί ήξεραν τι τιμωρία τούς επεφύλασσε ο γενικός κυβερνήτης αν το δώρο του πάθαινε ζημιά. Στο κατόπι τους πήγαινε ένα άναρχο σμάρι από αυλικούς και κόλακες, υψηλόβαθμους υπαλλήλους και ευνοούμενους της οικογένειας. Η ταλαιπωρία μέσα στον ήλιο για να παρα­ κολουθήσουν την αναχώρηση του γενικού κυβερνήτη από την Μπατάβια ήταν η ανταμοιβή τους για όλες τις μηχανορραφίες τους. Ο Άρεντ αφαιρέθηκε κοιτάζοντάς τους, με αποτέλεσμα να αφήσει ένα κενό ανάμεσα σ’ εκείνον και το αγώι του. Μια πέ­ τρα πέρασε σφυρίζοντας και χτύπησε τον Σάμι στο μάγουλο, ματώνοντάς τον, γεγονός που προκάλεσε νέα γιουχαΐσματα από το πλήθος. Ο Άρεντ έχασε την ψυχραιμία του. Πήρε από κάτω την πέ­ τρα και την εκσφενδόνισε με δύναμη σ’ εκείνον που την έριξε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=