Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ 13 Όπως πάντα, το βλέμμα του σταματά όταν βλέπει εκείνην. Τη βλέπει να κάθεται τρεις σειρές καθισμάτων διαγώνια μπροστά του. Τα μακριά κόκκινα μαλλιά λάμπουν σαν φλόγα μαγική και ζεσταίνουν για μια σύντομη στιγμή το μέσα του, παρά το ψύχος που επικρατεί μέσα στην εκκλησία. Με την άκρη του ματιού του ο Καστίγιο βλέπει το χιόνι να στροβιλίζεται έξω από το παράθυρο της εκκλησίας και αναρωτιέται αν η θύελλα που ουρλιάζει εκεί έξω είναι ο άνεμος δημιουργίας. Αμφίβολο. Ο αέρας αυτός είναι ψυχρός, στείρος και δριμύς. Και τότε είναι που συμβαίνει. Όταν οι λέξεις «άνεμε δημιουργέ» επαναλαμβάνονται στον ψαλμό, το παραμύθι γίνεται εφιαλτικό. Ο Καστίγιο τον βλέπει ξαφνικά, σαν μέσα από κιάλια που κρατάς ανάποδα, από πολύ μακρινή απόσταση. Ο ιερέας, ο οποίος είχε γυρίσει την πλάτη του στο εκκλησίασμα μόλις άρχισε ο ψαλμός, στρέφεται τώρα ξανά προς αυτούς πάνω στον άμβωνα. Μπροστά του κρατά σφιχτά σαν τανάλια ένα παιδί. Είναι ένα αδύνατο κοριτσάκι γύρω στα εφτά. Ο Καστίγιο νιώθει το αίμα να πάλλεται μέχρι τ’ ακροδάχτυλά του. Είχε δίκιο. Είναι ο Βομβιστής του Βίσμπι, μεταμφιεσμένος σε ιερέα. Γιατί δεν ανάγκασε τους ανωτέρους του να τον ακούσουν; Τώρα είναι μόνος. Μόνος ενάντια στο χειρότερο κακό και στη βαθύτερη θλίψη που έχει αντιμετωπίσει ποτέ του. Big Bang Blues. Με το ένα χέρι ο ψευτοϊερέας πιέζει ένα πιστόλι στον κρόταφο του κοριτσιού, με το άλλο καλύπτει το στόμα της. Η αηδιαστικά παλλόμενη φωνή, που αντηχούσε στο μυαλό του Καστίγιο τις τρεις τελευταίες εβδομάδες, βρυχάται: «Έφτασε η Ημέρα της Κρίσης!» Πιέζει δυνατότερα το πιστόλι στον κρόταφο του κοριτσιού. Τα μάτια της είναι ορθάνοιχτα στο σκοτάδι.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=