Ο βάλτος των χαμένων ψυχών

S U S A N N E J A N S S O N 20 πος όπου ο ήλιος φαινόταν να μη φτάνει μέχρι κάτω, ένας τόπος που δεν στέγνωνε ποτέ. Πάντα νοτισμένος, πάντα υγρός. Κι εκείνη είχε επιστρέψει τώρα με τη θέλησή της. «Εσύ είσαι που θα νοικιάσεις το σπιτάκι;» Η γυναίκα που συστήθηκε ως Αγκνιέτα ήταν η κυρία του αρ­ χοντικού. Φορούσε ένα μπεζ φόρεμα με φαρδιά κεντήματα που έφερνε σε καφτάνι, κάνοντας το επιβλητικό κορμί της να μοιάζει με κίονα. Τα σκουρόξανθα μαλλιά της ήταν μπροστά κομμένα φράντζα, με τα υπόλοιπα να πέφτουν ελεύθερα στους ώμους. «Ναι, εγώ». Ο άντρας της στεκόταν ακριβώς πίσω της, ένα κεφάλι κοντύ­ τερος, με μαύρο κοστούμι και άγρυπνο βλέμμα που έλεγχε τον χώρο ολόγυρα. Ο Γκούσταβ , σκέφτηκε η Ναταλί. Σαν σωματοφύλακας. Όπως ακριβώς τους θυμάμαι. «Τότε, να σε καλωσορίσω στο Κτήμα του Βάλτου. Ελπίζω να καταλαβαίνεις ότι αυτό που νοικιάζεις είναι μια απλή ξύλινη καλύ­ βα. Και ότι χρησιμοποιείται συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες». «Ναι, δεν υπάρχει πρόβλημα. Όμως διαθέτει θέρμανση, έτσι δεν είναι;» «Δύο ξυλόσομπες και ένα ψυγείο υγραερίου. Αυτό είν’ όλο. Νερό θα φροντίζεις να παίρνεις σε δοχεία από το υπόγειο εδώ, κινητό, λάπτοπ και τα παρόμοια θα τα φορτίζεις στο γραφείο μας. Ντους και τουαλέτα υπάρχουν στον διάδρομο του επάνω ορόφου. Επίσης, υπάρχει ένα εξωτερικό αποχωρητήριο πίσω από το σπιτάκι. Τι άλλο…» Φάνηκε να σκέφτεται. «Α, ναι, ποδήλατο. Υπάρχει ένα παλιό ποδήλατο που μπορείς να δανείζεσαι, αν θέ­ λεις. Από πού έρχεσαι, αλήθεια;» «Μένω στο Γέτεμποργ». ***

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=