Ο βάλτος των χαμένων ψυχών

Ο Β Α Λ Τ Ο Σ Τ Ω Ν Χ Α Μ Ε Ν Ω Ν Ψ Υ Χ Ω Ν 19 Απλώς πέσε. Μαζί θα το κάνουμε. Πέρασε την έξοδο για το Όμολ και έστριψε προς το Φένγκερ­ σκουγκ. Μια αίσθηση εξωπραγματικού την κατέκλυσε, βίαιη και σαρωτική, και αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που πήγαινε να κάνει. Τι ήταν στ’ αλήθεια αυτό που ετοιμαζόταν να θέσει σε κίνηση. Όμως την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε ότι είχε σχεδόν φτάσει και ότι ήταν πλέον πολύ αργά για να κάνει μεταβολή και να γυρίσει πίσω. Έκοψε ταχύτητα στο ύψος της Σχολής Καλών Τεχνών και του παλιού εργοστασίου, το οποίο ήξερε πως τώρα στέγαζε ατελιέ, γκαλερί και εργαστήρια. Στη διασταύρωση, εκεί όπου παλιότερα υπήρχε μόνο ένα μικρό μπακάλικο, βρισκόταν τώρα κι ένας φούρ­ νος και ένα καφέ, μέσα στο οποίο διέκρινε νέους ανθρώπους με πάνινες τσάντες να πίνουν τον πρωινό τους λάτε ή το τσάι τους σε μεγάλα ποτήρια. Έπειτα τα κτίρια έδιναν τη θέση τους στο δάσος και ο δρόμος σε μια αλέα με σημύδες που έστριβε και οδηγούσε στο αρχοντικό αρκετά πιο κάτω. Στο μεγάλο χαλικόστρωτο προαύλιο υπήρχαν μερικά αυτοκί­ νητα παρκαρισμένα. Βγήκε από το δικό της, άφησε τις βαλίτσες στο αμάξι και προχώρησε προς την είσοδο. Ήταν ένα μεγαλόπρεπο οικοδόμημα με τέσσερις πύργους, λευ­ κή πρόσοψη, πράσινη μεταλλική στέγη και μεγάλα παράθυρα που ατένιζαν το τοπίο. Ήταν χτισμένο σε ένα μικρό ύψωμα, όπως συμβαίνει συνήθως με τα αρχοντικά προκειμένου να έχουν θέα σε κάποια όμορφη τοποθεσία: μια ειδυλλιακή λίμνη ή κυματι­ στούς λόφους. Αυτό το αρχοντικό όμως ήταν διαφορετικό. Δέσποζε πάνω από εδάφη σιωπηλά και χωρίς αξιώσεις· ένα σκηνικό από ομιχλώδεις εκτάσεις, σκυφτά πεύκα και καθιζάνοντα εδάφη. Ήταν ένας τό

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=