Ο βάλτος των χαμένων ψυχών

S U S A N N E J A N S S O N 18 Έξω στον δρόμο επικρατούσε κυριακάτικη ηρεμία και σιωπή. Μετέφερε τα τελευταία πράγματα στο πορτμπαγκάζ, κάθισε στο τιμόνι και έβαλε μπρος. Πήρε τον Αυτοκινητόδρομο 45 προς τα βόρεια και βγήκε από το Γέτεμποργ πριν η πόλη ξυπνήσει. Είχε την αίσθηση ότι το έσκαγε από μια προσωρινή σχέση. Λίγη ώρα μετά σταμάτησε σ’ ένα βενζινάδικο να φουλάρει, να πάρει έναν καφέ και μερικά πράγματα για να περάσει τις πρώτες μέρες. Ύστερα συνέχισε τον δρόμο της. Σύντομα το τοπίο άλλαξε. Σκοτείνιασε, βάθυνε. Της έκανε εντύπωση που της πήρε μόλις μια δυο ώρες για να ταξιδέψει τόσα χρόνια πίσω. Σε αυτή τη χώρα των λιμνών και των δασών. Στα εδάφη όπου ουσιαστικά ανήκε. Πάντα ένιωθε ξένη σ’ εκείνη τη μεγάλη πόλη δίπλα στη θάλασ­ σα· την πρόσχαρη, ανήσυχη και ύπουλη θάλασσα. Ποτέ της δεν ταίριαξε ανάμεσα σε ανθρώπους που ήθελαν να πηγαίνουν για ιστιοπλοΐα, που γούσταραν γυμνούς βράχους και ορίζοντες, που λάτρευαν τον ήλιο και δεν επιζητούσαν τίποτε άλλο από το να παρατείνουν τη ζεστασιά του. Ήταν σαν να περίμεναν κι από κείνη να κάνει το ίδιο, να επιδείξει κάποιου είδους εσωτερική έξαρση που δεν διέθετε ποτέ της, αλλά την οποία είχε μάθει να προσποιείται μέχρι ενός σημείου. Κάθε καλοκαίρι, όταν πατούσε με τα γυμνά της πόδια στον ζεστό γρανίτη των ακτών της επαρχίας Μπόουσλαν και κατέβαι­ νε στο νερό για να κολυμπήσει, ένιωθε λες και η θάλασσα θα την ξέβραζε μεμιάς σαν από καθαρό ένστικτο. Θαρρείς και ήξερε ότι δεν ανήκε στο φυσικό της περιβάλλον. Τώρα σεπτεμβριάτικη βροχή έπεφτε στο παρμπρίζ. Επιφυλα­ κτική, ήσυχη. Λες και το φθινόπωρο έμπαινε αλαφροπατώντας, σαν να μην ήθελε να ενοχλήσει ή να αναστατώσει. Έλα , σκέφτηκε. Απλώς έλα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=