Ο άχρηστος Δημήτρης
O ΑΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ 13 το είχε κάνει κουρτίνα για την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Κουρτίνα σε εσωτερική πόρτα δεν είχα ξαναδεί, αλλά κι αυτή σε κάτι χρησίμευε. Ξεγελούσε το μάτι μέσα στο ημί- φως και σε ζέσταινε, κι ήταν ένα από τα υλικά του πετυχη- μένου σκηνικού που ο Λάκης είχε στήσει. Τον ρώτησα για τον επισκέπτη του. – Θα δεις, θα δεις, μου είπε. Περίμενε, τέλος πάντων. Δεν μου έλειπε η υπομονή κι ούτε συμμεριζόμουνα τους ερωτικούς ενθουσιασμούς του, όμως ο Λάκης επέμενε ότι η απροθυμία μου να ενθουσιαστώ ήταν ψεύτικη, ότι ήταν μία προσποίηση, μία πόζα, όπως την έλεγε, και το θεώρησα πε- ριττό να διαμαρτυρηθώ. Ήξερα ότι δεν θα κέρδιζα τίποτα. Το αντίθετο: οι διαμαρτυρίες θα μου έφερναν γέλια που θα έμοιαζαν και θα τα θεωρούσε ένοχα. Ήμουν λοιπόν, αφού έτσι πίστευε, ανυπόμονος και εν πάση περιπτώσει κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα της κρεβατοκάμαρας και μπροστά στην κουρτίνα εμφανίστηκε διστακτικός ο Δημήτρης. Δεν θα τον έκανε κανείς λιγότερο από είκοσι τρία (και ήταν στα είκοσι τρία, γιατί και τότε έδειχνε την πραγματι- κή του ηλικία), μετρίου αναστήματος και με το μαλλί κοντό, ξανθό, αλλά ξανθό μακεδονίτικο. Είχα κι εγώ συγγενείς, με τα ίδια μαλλιά, από το σόι του πατέρα μου, μόνο που αυτοί ήταν αρβανίτες και τα μάτια τους ήταν γαλανά ξεπλυμένα – το επώνυμό μου εξάλλου στη γλώσσα τους αυτό σημαίνει, «ασπρομάτης». – Ο Δημήτρης και ο Γιώργος, έκανε τις συστάσεις ο Λάκης. Πέταξε ένα «γεια», χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος μου κι έφερε μια καρέκλα κοντά στο κρεβατάκι, οπότε κι ο
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=