Ο άρχοντας της ζήλιας

32 Ο Α Ρ Χ Ο Ν Τ Α Σ Τ Η Σ Ζ Η Λ Ι Α Σ «Είσαι σίγουρη;» «Ναι. Χάρηκες;» Προσπάθησα να καταλάβω. Όχι, δεν ήμουν ακριβώς χαρούμενος. «Κι αν…» πήγα να πω, αλλά σταμάτησα. «Τι, φοβάσαι ότι θα έρθουν ενώ είσαι μαζί μου;» ρώτησες και τσούγκρισες το ποτήρι σου χαρωπά στο δικό μου. «Ότι θα βρεθείς μ’ ένα πτώμα στα χέρια;» «Όχι» είπα χαμογελώντας. «Εννοώ… κι αν ερωτευ­ τούμε; Κι εσύ έχεις ήδη υπογράψει τη θανατική σου καταδίκη; Με τρόπο μη αναστρέψιμο;» «Πολύ αργά» είπες κι ακούμπησες το χέρι σου πάνω στο δικό μου. «Ναι, αυτό ακριβώς λέω κι εγώ». «Όχι, εγώ άλλο εννοώ: Έχουμε ήδη ερωτευτεί». «Α, ναι;» «Λίγο. Όσο χρειάζεται». Μου έσφιξες το χέρι, σηκώ­ θηκες όρθια κι είπες ότι επιστρέφεις αμέσως. «Αρκετά, ώστε να χαίρομαι που μπορεί να μου μένουν τρεις ολό­ κληρες εβδομάδες». Την ώρα που ήσουν στην τουαλέτα, η αεροσυνοδός ήρθε να πάρει τα ποτήρια μας και της ζήτησα δύο έξτρα μαξιλάρια. Όταν επέστρεψες, είδα ότι είχες ξαναβαφτεί. «Δεν είναι για σένα» μου είπες, διαβάζοντας το βλέμμα μου. «Εσένα σου άρεσε που είχα μουτζουρωθεί, όχι;» «Κι έτσι μου αρέσεις» είπα. «Για ποιον βάφτηκες τότε;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=