Ο άρχοντας της ζήλιας

20 Ο Α Ρ Χ Ο Ν Τ Α Σ Τ Η Σ Ζ Η Λ Ι Α Σ να συνειδητοποιήσουμε ότι ετούτη η συνάντηση θα άλ­ λαζε τα πάντα, ότι ήδη τα πάντα είχαν αλλάξει. Μπορεί κι εσύ να σκεφτόσουν ακριβώς το ίδιο, αλλά ν’ αποσπά­ στηκες από την ίδια σου την κίνηση να σκύψεις πάνω από το υποβραχιόνιο προς το μέρος μου, κι εγώ τότε μύρισα το άρωμά σου και θυμήθηκα εκείνη, θυμήθηκα τη μυρωδιά της, κι ήταν λες κι είχε επιστρέψει. «Θ’ αυτοκτονήσω» μου ψιθύρισες. Κι ύστερα ξανακάθισες στη θέση σου και με κοίταξες. Δεν ξέρω τι είδες στο πρόσωπό μου, αλλά δεν γέλασες. «Και πώς θα το κάνετε αυτό;» ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω. «Θέλετε να σας πω;» με ρώτησες μ’ ένα ανεξιχνίαστο, σχεδόν χαρούμενο χαμόγελο. Προσπάθησα να καταλάβω: Ήθελα; «Παρεμπιπτόντως, δεν σας λέω την αλήθεια» είπες. «Κατ’ αρχάς, δεν θ’ αυτοκτονήσω. Το έχω κάνει ήδη. Κα­ τά δεύτερον, δεν θα το κάνω εγώ. Θα το κάνουν εκείνοι». «Ποιοι;» «Υπέγραψα ήδη το συμβόλαιο πριν…» Κοίταξες το ρολόι σου, ένα Cartier, δώρο του Ρόμπερτ, έβαζα στοί­ χημα – πριν ή μετά την απιστία; Μετά. Αυτή η Μελίσα δεν ήταν η πρώτη φορά, σε απατούσε καιρό τώρα. «… τέσσερις ώρες». «Ποιοι εκείνοι;» επανέλαβα. «Η Εταιρεία Αυτοκτονιών». «Εννοείτε… όπως κάνουν στην Ελβετία; Στιλ… υπο­ βοηθούμενης αυτοκτονίας;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=