Ο απρόθυμος δράκος

ΚΕΝΕΘ ΓΚΡΑΧΑΜ 16 ολόκληρος με γυαλιστερά λέπια – βαθιά γαλάζια κοντά στο κεφάλι, που ξάνοιγαν και πρασίνιζαν όσο κατέβαιναν προς τα κάτω. Καθώς ανάσαινε, έβλε- πες τον αέρα να τρεμουλιάζει πάνω από τα ρουθού- νια του, όπως στους χωματόδρομους μια καυτή καλοκαιρινή μέρα δίχως άνεμο. Είχε ακουμπισμέ- νο το σαγόνι στις πατούσες του, και θα ’λεγες ότι συλλογιζότανε. Α, ναι, ένα θεριό αρκετά ήμερο – δεν έκανε σαν αφιονισμένος ούτε ενοχλούσε ούτε έκανε τίποτ’ άλλο που να μην είναι σωστό και πρέπον. Αυτό το παραδέχομαι. Αλλά τι έπρεπε να κάνω; Εί- χε λ έπια –καταλαβαίνετε τι σας λέω;– και νύχια, και σίγουρα και ουρά, αν και δε φαινότανε από τη μέση και κάτω. Δεν είμ’ εγώ συνηθισμένος σε τέτοια, ούτε και τα εγκρίνω , τελεία και παύλα!» Το αγόρι, που έδειχνε απορροφημένο στο βιβλίο του όση ώρα ο πατέρας του μιλούσε, τελικά το έκλει- σε, χασμουρήθηκε, σταύρωσε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του και είπε νυσταγμένα:

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=