Ο αναρχικός τραπεζικός

Ο Α Ν Α Ρ Χ Ι Κ Ο Σ Τ Ρ Α Π Ε Ζ Ι Κ Ο Σ 17 νών διακοπών. Πάνω στον φράχτη, η Ζουζού ερωτοτρο­ πούσε ασύστολα με τον Λούη, έναν περιζήτητο γαμπρό της γειτονιάς. Έκανα τα στραβά μάτια και στριμώχτηκα στο μαύρο φιατάκι μου. Η Έλσα μονίμως γκρινιάζει: «Σε τράπεζα δουλεύεις. Πάρε επιτέλους ένα δάνειο να αγοράσουμε ένα μεγαλύτερο». Δεν δανείζομαι ποτέ από κάποιον που θέλει το κακό μου, ειδικά για ν’ αγοράσω κάτι που δεν θα μπορώ να σπρώχνω. Στην τράπεζα ένας αφρικανικός ελέφαντας είχε στρογ­ γυλοκαθίσει πάνω στους δείκτες του ρολογιού. Έσφιγγα τα δόντια για να μην πιάσω απ’ τον λαιμό τον πρώτο πελάτη που θα με κοιτάξει στραβά. Κάποια στιγμή ση­ κώθηκα και βγήκα από το γυάλινο κελί μου να πάρω μια ανάσα. Για τσιγάρο ούτε λόγος. Μέτρησα πέντε βήματα δεξιά και πέντε αριστερά για να ξεπιαστώ, και τέντωσα την πλάτη μου για να ξεκολλήσει από το δέρμα μου το ιδρωμένο πουκάμισο. Ο κωμικά ανεπαρκής διευθυντής, όρθιος μπροστά στο γραφείο του, έδινε με προκλητική άνεση χρόνου μεγαλόστομες οικονομικές συμβουλές σε ένα νεαρό ζευγάρι. Η ανοησία, όταν εκπορεύεται από γλώσσα πύρινη από το πολύ γλείψιμο, μπορεί να εκληφθεί ως μέγιστη σοφία από επίδοξους δανειολήπτες που ανα­ ζητούν απεγνωσμένα φρούδες ελπίδες αξιοπρεπούς δια­ βίωσης. Το κεφάλι μου βούιζε και το θολωμένο μυαλό μου έβλεπε πελάτες ακόμα και μέσα στα συρτάρια. Οι συνά­ δελφοι ήταν όλοι απασχολημένοι. Δεν προλαβαίναμε να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=