Ουλτραμαρίν

M A L C O L M L O W R Y 30 Νόρμαν. «Είναι γαντζωμένος εκεί πάνω τρεις μέρες και θα πεθαίνει της πείνας». «Δεν πειράζει, πάω εγώ» είπε ο Χίλιοτ και προχώρησε προς το κατάρτι, μα ένας μεγαλό- σωμος θερμαστής με έξωμη φανέλα τον απέτρεψε. «Εσύ; Εσύ θα λιποθυμήσεις προτού φτάσεις στα μισά, ρε κακο- μοίρη» βρυχήθηκε σταυρώνοντας τα διάστικτα από τατουάζ μπράτσα του (πού τον είχαν ζωγραφίσει έτσι, στο Ιλόιλο, στη Ζαμποάνγκα;) στο φουσκωμένο στήθος του. Και ο Νόρμαν, το αγόρι του μαγειρείου από τη Νορβηγία, που είχε αρχίσει ήδη ν’ ανεβαίνει, πρόσθεσε «Κοίτα τη γαμη- μένη τη δουλειά σου, εντάξει;», κι όταν ο Χίλιοτ σήκωσε ξανά το κεφάλι του, βρισκόταν ήδη στα μισά του δρόμου προς την κορυφή. «Αυτό είναι το αγόρι μας, ο Νόρμαν» φώναξαν. «Βιάσου, αλλιώς θα πετάξει και θα φύγει». «Έτσι μπράβο, λαντζέρη» αλάλαζαν οι Άγγλοι. «Ωραία, πολύ ωραία…Θαυμάσια! Έλα τώρα, πουλάκι μου, έλα στον μπα- μπάκα». «Δεν το βουλώνετε καλύτερα; Θα το τρομάξετε με τις γαϊδουροφωνάρες σας και θα φύγει» πετάχτηκε ο Χίλιοτ, που έπρεπε κάτι να πει για να δικαιολογήσει την ήττα του. Μα δεν του έδωσαν καμιά σημασία, αφού τώρα ναύτες και θερμαστές καμάρωναν πανευτυχείς τον και- νούργιο τους ήρωα. Η δουλειά στην κορυφή ήταν ακόμα πιο δύσκολη, για- τί, όπως έβλεπε ο Χίλιοτ, ο Νόρμαν έπρεπε ν’ αφήσει την πιο ψηλή ανεμόσκαλα –έτσι κι αλλιώς ήταν μισοσαπισμέ- νη και δεν χρησιμοποιούνταν σχεδόν ποτέ– και να σκαρ- φαλώσει σαν πίθηκος στη μαΐστρα, που ήταν τόσο χοντρή, ώστε ήταν αδύνατον να την αγκαλιάσει σωστά με χέρια και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=