Ουλτραμαρίν

M A L C O L M L O W R Y 24 γκελα που δονούνταν σαν να ’θελαν να ξεριζωθούν απ’ το κατάστρωμα. Δεκατέσσερις άντρες σ’ ένα καμπούνι. Πόσο γρήγορα, πόσο απίστευτα γρήγορα είχαν γίνει μια κοινότητα · σχεδόν ένας κόσμος, σκέφτηκε… Κόσμος μέ- σα στον κόσμο, θάλασσα μέσα στη θάλασσα, κενό μέσα στο κενό, ο απόλυτος, ο αναπόδραστος, ο ένατος κύκλος. Ο έσχατος κύκλος… Από τη θέση του εκεί, στην πρύμνη –γιατί το καμπούνι ήταν στην πρύμνη–, ο Χίλιοτ περιερ- γάστηκε την ορατή δομή του πλοίου, τον χαμηλό, περα- σμένο με μίνιο κουραδόρο, τις πλαϊνές σκάλες, τα βαρούλ­ κα, κι από κάτω το λευκοβαμμένο μαγειρείο με τη γερτή μαυρισμένη καπνοδόχο ξεφτισμένη στην κορφή σαν κα- τεστραμμένο πούρο (όπως είχε παρατηρήσει σ’ ένα γράμ- μα προς την Τζάνετ), τις καμπίνες των αξιωματικών και το καρέ στη μέση του πλοίου, ως τη γέφυρα, όπου ο αξιω­ ματικός βάρδιας βημάτιζε ασταμάτητα με αργό ρυθμό, έναν ρυθμό που πότε πότε επιταχυνόταν κωμικά από το μπότζι της θάλασσας. Κάποια στιγμή τον είδε να στρέφει τα κιάλια του προς την ακτή της Μαντζουρίας, κάπου ένα μίλι προς τα αριστερά τους, που την είχαν διακρίνει το πρωί, με την πέμπτη καμπανιά · τώρα τα αδρά βουνά της τρυπούσαν βάρβαρα τον φλεγόμενο ουρανό. Τα μπρούντζα έκαιγαν και τρέμιζαν μες στη ζέστη. Δυο θερμαστές κοι- μούνταν κάτω από μια τέντα. Πιο πέρα η πλώρη έκανε ό,τι κάνει μια πλώρη, έγερνε προς τα πίσω, έκλινε μπρο- στά, ξανά και ξανά… Ήταν αργά, θα ’μπαιναν στο λιμάνι πριν νυχτώσει · άλλη μισή ώρα… Μα ήταν παράλογο, σκέφτηκε, παράλογο να τον απα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=