Ουλτραμαρίν

M A L C O L M L O W R Y 12 τήστε τα μπόσικα, κρατήστε τα, είπα! Κάποιος εδώ, έλα, Χόρσεϊ, δείξ’ του πώς γίνεται, για το Θεό… Χίλιοτ, φύγε από κει πέρα! Έλα εδώ. Εδώ, λέω. Σκαντζάρετε εσείς οι άλλοι». «Και τώρα, Χίλιοτ» χαμογέλασε «είσαι ελεύθερος να φύγεις και να ονειρευτείς ό,τι τραβάει η καρδιά σου. Τι στέκεσαι έτσι εκεί πέρα; Άντε, πήγαινε». «Ελάτε, παιδιά» είπε και στράφηκε στους άλλους. «Γραμμή για τις όρθιες μπίγες στην κεφαλή του πρόστεγου!» Καθώς ο Χίλιοτ απομακρυνόταν, συνάντησε τον Άντι τον μάγειρα, που κατέβαινε τη σκάλα της πρύμνης. Ω Χριστέ μου, σκέφτηκε. Ίσως βέβαια η σημερινή μέρα να ήταν εξαίρεση. Χαμογέλασε. «Γεια». Ο Άντι τον στραβο- κοίταξε δυσοίωνα, φράζοντας τη σκαλίτσα με τον όγκο του. Ανασήκωνε τα μανίκια του, αποκαλύπτοντας τεράστια μπράτσα διάστικτα από τατουάζ: μια νορβηγική σημαία, ένα ιστιοφόρο με όρτσα τα πανιά, μια καρδιά –μάλλον– κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Εντάξει, έτσι έπρεπε να μοιάζει σαν ναυτικός που ήταν. Μα είχε κάτι αδύναμο πάνω του – σχεδόν ανύπαρκτο πιγούνι. Ο Άντι δεν έκανε καμία κί- νηση ώστε ν’ αφήσει τον Χίλιοτ να περάσει. Έφτυσε κάτω επιδεικτικά. «Άκου να δεις» είπε «είμαι είκοσι χρόνια στη θάλασσα. Κι ο λοστρόμος κάπου τόσα και δαύτος. Δυο φορές έχω σαλπάρει μαζί του και ξέρει πολύ καλά, όπως το ξέρω κι εγώ, πως δεν φελάει να βάζεις τις φωνές και να προγκάς τα τζόβενα, άμα θες να τα πάνε καλά · μάλιστα μου είπε ότι στην αρχή πίστευε πως θα ’σουν ένα από τ’ αστέρια του. Κι εγώ δεν είπα τίποτα –κι ας τους ξέρω απ’

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=