Ουλτραμαρίν

M A L C O L M L O W R Y 10 «Νόρμαν Λέιφ, βοηθός μαγειρείου». «Τόπος γεννήσεως;» «Τβέντεστραντ». «Ηλικία;» «Είκοσι εννέα». «Τόπος κατοικίας;» «Γκρέιτ Χόμερ Στριτ, Λίβερπουλ». «Προκαταβολή;» «Μάλιστα…» «Επόμενος, παρακαλώ…» Άραγε είχε φτάσει κάπου, έχοντας περάσει μέσα απ’ αυτό το πνιγηρό σκοτάδι μιας ατέλειωτης τελετουργίας που την όριζαν καμπανιές 1 και αγγαρείες, μέσα από τη δίνη έξι εβδομάδων ταλαιπωρίας; Είμαι σ’ ένα πλοίο, είμαι σ’ ένα πλοίο και πηγαίνω στην Ιαπωνία, επαναλάμβανε ο Χίλιοτ ξανά και ξανά. Γιατί; Ίσως οι απαντήσεις παραήταν περίπλοκες και μελαγχολικές · κι αν κάποτε είχε επινοήσει κάποιους λόγους για το φευγιό του, αυτοί μάλλον είχαν πάψει από καιρό να ισχύουν. Δυο καμπανιές διέκοψαν απότομα τις σκέψεις του. Πέ- ντε με το ρολόι. Η βάρδια του είχε τελειώσει εδώ και μία ώρα. Μια ώρα ακόμα και θα πλεύριζαν στην προβλήτα. Τότε θα ’πιανε δουλειά στην πρύμνη με τον φανοκόρο και τον αριστερό σκοπό, ώσπου να δέσει το Οιδίπους Τύραννος . Κι ύστερα θα ήταν ελεύθερος. 1 Χτυπήματα της καμπάνας της γέφυρας του πλοίου ή του μη- χανοστασίου για τη δήλωση αλλαγής της ώρας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=