Οχτώ ντετέκτιβ

A L E X P A V E S I 10 «Πότε λες να ξυπνήσει; Θα ήθελα να πάρω λίγο καθαρό αέρα». Η Μέγκαν είχε γυρίσει, η μεγαλύτερη εκδοχή της στεκόταν στην πιο κοντινή πόρτα. «Ποιος ξέρει» είπε ο Χένρι. «Τώρα κοιμάται τον ύπνο τού μόλις φαγωμένου». Η Μέγκαν δεν χαμογέλασε. «Μπορείς να φύγεις. Πιστεύω πως ό,τι κι αν θέλει να μας πει δεν είναι επείγον». Η Μέγκαν έμεινε αμίλητη, το πρόσωπό της όμορφο και ανε- ξιχνίαστο όπως στις φωτογραφίες της. Ήταν ηθοποιός στο επάγ- γελμα. «Ξέρεις τι θέλει να μας πει;» Ο Χένρι δίστασε. «Δεν νομίζω». «Καλά. Πάω έξω τότε». Ο Χένρι κατένευσε και συνέχισε να την κοιτάζει καθώς έφευ- γε. Ο διάδρομος ξεκινούσε από το καθιστικό και εκτεινόταν όλος μπροστά του, έτσι την είδε να τον διασχίζει και να βγαίνει από μια πόρτα στο τέλος του. Η σκάλα ήταν στα αριστερά του Χένρι. Συνέχισε να παίζει με τις χορδές της κιθάρας μέχρι που μία κόπηκε και τινάχτηκε σαν μαστίγιο κόβοντάς τον στο πίσω μέρος του χεριού. Εκείνη τη στιγμή το δωμάτιο σκοτείνιασε και ο Χένρι γύρισε αυτόματα στα δεξιά του: η Μέγκαν ήταν στο παράθυρο κοιτά- ζοντας μέσα και οι κόκκινοι λόφοι πίσω της έδιναν στο περίγραμ- μά της μια δαιμονική λάμψη. Έδειχνε να μην τον βλέπει, ίσως το φως της μέρας έξω ήταν πολύ δυνατό. Όμως ο ίδιος ένιωσε παρ’ όλα αυτά σαν να ήταν σε ζωολογικό κήπο έτσι όπως είχε φέρει το πίσω μέρος του χεριού του στο στόμα για να γλείψει το μικρό κόψιμο και τα δάχτυλά του κρέμονταν από το σαγόνι του. Η Μέγκαν κατέφυγε στη σκιερή πλευρά του σπιτιού. Στάθηκε μέσα σε μια συστάδα αγριολούλουδα, έγειρε πίσω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=