Οχτώ ντετέκτιβ

A L E X P A V E S I 8 μα του και το έφερε μπροστά στο δεξί του μάτι προσποιούμε- νος ότι την κοιτάζει μέσα από αυτό σαν να ήταν τηλεσκόπιο. «Το ’ριξες στο περπάτημα από άγχος πάλι». Η Μέγκαν βημάτιζε πάνω κάτω σχεδόν όλο το απόγευμα. Το καθιστικό, με τα λευκά πλακάκια και τις πεντακάθαρες επιφάνειες, της θύμιζε αίθουσα αναμονής γιατρού. Θα μπορού- σαν να είναι σε κάποιο νοσοκομείο στην πατρίδα τους αντί σε μια παράξενη ισπανική βίλα στην κορυφή ενός απότομου κόκ- κινου λόφου. «Αν εγώ περπατάω από άγχος, τότε εσύ μιλάς από νεύρα» μουρμούρισε. Πριν από μερικές ώρες είχαν φάει σε μια μικρή ταβέρνα στο πιο κοντινό χωριό, μισή ώρα με τα πόδια από το σπίτι μέσα από το δάσος. Όταν τελείωσαν, ο Μπάνι σηκώθηκε από το τραπέζι και πρόσεξαν αμέσως και οι δύο πόσο μεθυσμένος ήταν. «Πρέπει να συζητήσουμε» τους είπε μιλώντας λίγο μπερ- δεμένα. «Μάλλον αναρωτιέστε γιατί σας κάλεσα εδώ. Υπάρχει κάτι που ήθελα να συζητήσουμε εδώ και πολύ καιρό». Ήταν δυσοίωνη δήλωση για τους δύο καλεσμένους του, που στηρί- ζονταν ολοκληρωτικά σε αυτόν καθώς ήταν το πρώτο τους ταξίδι στην Ισπανία. «Όταν θα είμαστε στη βίλα, μόνο οι τρεις μας». Τους πήρε σχεδόν μία ώρα για να γυρίσουν στο σπίτι, ο Μπάνι αγωνιζόταν να ανεβεί τον λόφο σαν γέρικος γάιδαρος, ένα γκρίζο κοστούμι με φόντο το κόκκινο χώμα. Φαινόταν απί- στευτο τώρα ότι πριν από τόσα χρόνια ήταν και οι τρεις τους στην Οξφόρδη. Ο Μπάνι έμοιαζε να έχει γεράσει δέκα χρόνια παραπάνω απ’ αυτούς. «Πρέπει να ξεκουραστώ» τραύλισε αφού μπήκαν στο σπίτι. «Δώστε μου λίγο χρόνο να κοιμηθώ και μετά θα μιλήσουμε». Έτσι, ο Μπάνι ανέβηκε πάνω να κοιμηθεί μέσα στην απογευ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=