Ούτε λέξη
Κ άτω από το χαμηλό φως της βεράντας εισόδου, η φρικαλέα μάσκα έμοιαζε τόσο αληθινή σαν να είχε χυθεί ρευστό καουτσούκ πάνω στο κρανίο του κακόμοιρου παιδιού και να είχε λιώσει τη σάρκα παραμορφώνοντας φρικτά τα χαρακτηρι- στικά του προσώπου. Η γυναίκα έβγαλε ένα πνιχτό επιφώνημα και έκανε πίσω, λίγο έλειψε να της πέσει το μπολ με τις καραμέλες που κρατούσε. Τι είδους μάνα αφήνει το παιδάκι της να φορέσει μια τέτοια φρικαλεότητα; αναρωτήθηκε. Και πού είναι οι γονείς του παιδιού; Πολλές φορές, γονείς που έφερναν τα παιδιά τους σ’ αυτές τις ακριβές γειτονιές περίμεναν καθι- σμένοι στο αυτοκίνητο, πίνοντας μπίρα από κουτάκι και παρακινώντας τα παιδιά τους, παιδιά πολύ μικρά ακόμη για μασκαρέματα του Χάλοουιν: «Άντε, τρέξε να πάρεις το κέρασμα. Πιάσε και μια χούφτα για τη Μανούλα». Αλλά στον σκοτεινό δρόμο η γυναίκα δεν είδε κανέναν ενήλικα, κανένα αυτοκίνητο. Έσκυψε λίγο για να κοιτάξει καλύτερα τη μάσκα του παιδιού. «Και τι υποτίθεται ότι είμαστε;» ρώτησε. «Νεκροί». Η φωνή του παιδιού ήταν διαπεραστική και παράξενα πνιχτή. Άφυλη. Η γυναίκα παρατήρησε πιο προσεκτικά τη μάσκα του, χωρίς να μπορέσει να ξεχωρίσει πού τελείωνε το υλικό και πού άρχιζε το δέρμα. Καμία ασυνέχεια γύρω από τα ορθάνοιχτα ακίνητα μάτια. Οι ίριδες, μαύρες όσο και οι κόρες, υγρές και ζωώδεις, επέπλεαν σε αφύσικα γουρλωτούς κάτασπρους μεγάλους βολβούς.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=