Ότο το μικρό χαμίνι: Στο δάσος των χαμένων πραγμάτων

9 μος να ξαναμπεί μέσα, όταν είδε δύο ανθρώπους ζα- ρωμένους στον τοίχο του σπιτιού του. Δεν ήταν καλύτε- ρο από το να τους βρει πάνω στη σκεπή του! «Μπρος, σηκωθείτε! Πάρτε δρόμο!» φώναξε. Ο άντρας και η γυναίκα δε σάλεψαν. Ήταν σφιχτά τυλιγμένοι στα πανωφόρια τους και μόνο το μισό από το κεφάλι τους ξεχώριζε. Λεπτό στρώμα χιονιού σκέ- παζε τα μαλλιά τους κι από τον παγερό ουρανό έπεφταν όλο και πιο πολλές νιφάδες. «Ξουτ» είπε ο καταστηματάρχης και τους σκούντη- σε με τη μυτερή άκρη της τσιμπίδας. Και πάλι δε σά- λεψαν. «Μα τους λύκους και τις μάγισσες και τ’ απέραντα δάση» βλαστήμησε. Ήταν νεκροί. Μιας και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκείνη την ώρα, γύρισε ναπάει στο σπίτι του. Εκείνη τη στιγμή όμως άκουσε ένα σιγανό κλάμα. Ο άντρας κι η γυναίκα ήταν ακίνητοι, αλλά κάτω από τα πανωφόρια τους σάλεψε κάτι. Απρόθυμα, έκανε στην άκρη τα ρούχα. Ένα μικρό κορίτσι βρισκόταν από κάτω, φωλιασμένο ανάμεσα στους γονείς της. Το κρύο που τους είχε πάρει μακριά της δεν είχε πάρει ακόμη εκείνη. Αναρωτήθηκε τότε ο καταστηματάρχης τι έπρεπε να κάνει. Αν άφηνε εκεί έξω το παιδί, θα πέθαινε. Αν το έπαιρνε μέσα, η γυναίκα του μπορεί να ήθελε να το κρατήσει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=