Ότο το μικρό χαμίνι: Στο δάσος των χαμένων πραγμάτων

8 δεκάρα για κάθε φορά που κοιμόταν ένα από αυτά τα παιδιά δίπλα στην καμινάδα μας, θα ήμουν πλούσιος». «Είσαι ήδη πλούσιος» του είπε η γυναίκα του. «Ε, θα ήμουν ακόμα πιο πλούσιος». Ο καταστημα- τάρχης πέταξε την κουβέρτα από πάνω του και σηκώ- θηκε από το κρεβάτι. «Άσ’ το απόψε» είπε η γυναίκα του. «Άκουσες τις καμπάνες. Έχει χιονιά. Είναι επικίνδυνο να βγεις έξω». «Ξέρεις τι είναι επικίνδυνο; Τα βρομόπαιδα που τρε- χοβολάνε στη δική μας στέγη. Αν δεν τα διώξω, θα μα- ζευτούν σαν καμιά αγέλη λύκων και θα πέσουν από το ταβάνι. Θα μας λιώσουν στα κρεβάτια μας!» Όλα τα παιδιά τα μισούσε, τα μικρά βρομιάρικα χαμίνια όμως που έκλεβαν από το κατάστημά του και κοιμόνταν στη στέγη ήταν χειρότερα από όλα. Έβαλε τρία πανωφόρια, άρπαξε μια τσιμπίδα από το τζάκι και βγήκε έξω. Τον υποδέχτηκε μια ριπή πα- γωμένου αέρα, ο θυμός όμως που έκαιγε μέσα του τον κρατούσε ζεστό. «Δρόμο!» ούρλιαξε στον ουρανό. «Πάρτε δρόμο από τη στέγη μου, γιατί θα καλέσω τους φύλακες!» Τίποτα δεν ακούστηκε. Ο καταστηματάρχης διέσχι- σε τον δρόμο και κοίταξε τη στέγη του. Όμως αντί για κάποιο κουλουριασμένο χαμίνι δίπλα στην καμινάδα του, είδε ένα παγωμένο πουλί. «Καταραμένα σπουργίτια» μουρμούρισε.Ήταν έτοι-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=