Ό,τι μου κάνει κέφι

Τ Ζ Ο Ρ Τ Ζ Ο Ρ Γ Ο Υ Ε Λ 24 είκοσι μίλια που μας χώριζαν απ’ το επόμενο πτωχοκομείο, όπου το παιχνίδι θα ξανάρχιζε απ’ την αρχή. Ξέθαψα τις οκτώ πένες μου κι έφυγα μαζί με τον Νόμπι, έναν αξιοπρεπή, κακόκεφο αλήτη που κουβαλούσε ένα δεύ- τερο ζευγάρι μπότες και επισκεπτόταν όλα τα Γραφεία Απα- σχόλησης. Οι πρώην σύντροφοί μας σκορπίζονταν βόρεια, νότια, ανατολικά και δυτικά, σαν τους κοριούς σ’ ένα στρώμα. Μόνο ο βλάκας χασομερούσε στην είσοδο του ασύλου, μέχρι να τον διώξει ο επιστάτης. Ο Νόμπι κι εγώ πήραμε τον δρόμο για το Κρόιντον. Ήταν ένας ήσυχος δρόμος, δεν περνούσαν οχήματα, οι καστανιές ήταν καλυμμένες με άνθη σαν μεγάλα κεριά. Ήταν όλα τόσο ήσυχα και είχαν τόσο καθαρές μυρωδιές, που ήταν δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε πως λίγα λεπτά πριν ήμασταν στοι- βαγμένοι με ένα τσούρμο έγκλειστων, μες στη μυρωδιά της αποχέτευσης και της ποτάσας. Όλοι οι άλλοι είχαν εξαφανιστεί· ήταν σαν να ήμασταν εμείς οι δύο οι μόνοι αλήτες στον δρόμο. Ύστερα, άκουσα ένα βιαστικό βήμα πίσω μου κι ένιωσα ένα χτύπημα στον ώμο. Ήταν ο μικρός Σκότι, που είχε τρέξει στο κατόπι μας, λαχανιασμένος. Έβγαλε ένα σκουριασμένο, τσίγκινο κουτί απ’ την τσέπη του. Είχε ένα φιλικό χαμόγελο, σαν άνθρωπος που ξεπληρώνει μια υποχρέωση. «Ορίστε, φίλε» είπε με εγκάρδιο ύφος. «Σου χρωστάω με- ρικά αποτσίγαρα. Με κέρασες ένα τσιγάρο χθες. Ο επιστάτης μου ’δωσε πίσω το κουτί μου με τις γόπες, όταν βγήκαμε σήμερα το πρωί. Μια καλή πράξη αξίζει μια δεύτερη. Ορίστε». Κι έβαλε τέσσερα μουσκεμένα, κατεστραμμένα, άθλια αποτσίγαρα μες στην παλάμη μου. (1931)

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=