Ό,τι μου κάνει κέφι

Τ Ο Π Τ Ω Χ Ο Κ Ο Μ Ε Ι Ο 23 τα λιοντάρια την ώρα του φαγητού. Αλλά το γεύμα ήταν μια γιγάντια απογοήτευση. Το ψωμί, ήδη αρκετά κακό το πρωί, είχε καταλήξει τώρα πραγματικά να μην τρώγεται· ήταν τόσο σκληρό που ακόμα και τα δυνατότερα σαγόνια δεν μπορούσαν καθόλου να το κουμαντάρουν. Οι πιο ηλικιωμένοι έμειναν ουσιαστικά νηστικοί, ενώ κανείς δεν μπόρεσε να τελειώσει τη μερίδα του, αν και οι περισσότεροι ήμασταν πολύ πεινασμένοι. Μόλις ολοκληρώσαμε, μοιράστηκαν αμέσως οι κουβέρτες και οδηγηθήκαμε γι’ άλλη μια φορά στα γυμνά, κρύα κελιά. Δεκατρείς ώρες πέρασαν. Στις εφτά μας ξύπνησαν και μας έστειλαν βιαστικά να τσακωθούμε για το νερό στο μπάνιο κι έπειτα να πάρουμε το μερίδιό μας από ψωμί και τσάι. Ο χρό- νος μας στο καταφύγιο είχε τελειώσει, αλλά δεν μπορούσαμε να φύγουμε πριν να μας επανεξετάσει ο γιατρός, αφού οι Αρχές τρέμουν την ευλογιά και τη διασπορά της μέσω των αλητών. Ο γιατρός μάς άφησε να περιμένουμε δύο ώρες αυτή τη φορά και είχε πάει δέκα όταν τελικά γλιτώσαμε. Ήταν επιτέλους ώρα να φύγουμε και μας άφησαν να βγού- με στην αυλή. Πόσο λαμπερά έμοιαζαν όλα και πόσο γλυκά φυσούσαν οι αέρηδες, μετά το σκοτεινό, βρομερό μέρος! Ο επιστάτης έδωσε πίσω στον καθένα τα υπάρχοντα που του είχαν κατασχεθεί κι ένα κομμάτι ψωμί με τυρί για μεσημερια- νό, κι ύστερα πήραμε δρόμο, βιαστικά μέχρι να χαθεί απ’ τα μάτια μας το ίδρυμα και η πειθαρχία του. Αυτό ήταν το μεσο- διάστημα της ελευθερίας μας. Μετά από μια μέρα και δύο νύχτες σπαταλημένου χρόνου, είχαμε οκτώ ώρες περίπου για την αναψυχή μας, για να χτενίσουμε τους δρόμους ψάχνοντας αποτσίγαρα, να ζητιανέψουμε και να ψάξουμε δουλειά. Επι- πλέον, είχαμε να διανύσουμε τα δέκα, δεκαπέντε, μπορεί και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=