Ό,τι μου κάνει κέφι
Τ Ο Π Τ Ω Χ Ο Κ Ο Μ Ε Ι Ο 21 που πρέπει να αναζητά τη λεία του, πεθαίνει της πείνας αν μείνει πολύ καιρό μακριά απ’ το βοσκοτόπι του πεζοδρομίου. Για να περάσω την ώρα μου, έπιασα κουβέντα μ’ έναν κάπως «ανώτερο» τρόφιμο, έναν νεαρό ξυλουργό που φορούσε γιακά και γραβάτα κι ήταν στους δρόμους, όπως είπε, λόγω έλλειψης εργαλείων. Κρατούσε μια απόσταση απ’ τους άλλους και συ- μπεριφερόταν περισσότερο σαν ελεύθερος άνθρωπος παρά σαν τρόφιμος ασύλου απόρων. Είχε, επίσης, λογοτεχνικές ανησυχίες και κουβαλούσε ένα μυθιστόρημα του Σκοτ σε όλες του τις περιπλανήσεις. Μου είπε ότι ποτέ δεν μπήκε σε άσυ- λο χωρίς να τον οδηγήσει εκεί η πείνα, καθώς προτιμούσε να κοιμάται κάτω από φράχτες ή πίσω από θημωνιές. Την ημέρα ζητιάνευε πάνω κάτω στη νότια ακτή και κοιμόταν σε αποδυ- τήρια, στις παραλίες, για εβδομάδες. Μιλήσαμε για τη ζωή στον δρόμο. Ασκούσε κριτική στο σύστημα που έκανε τους αλήτες να περνούν δεκατέσσερις ώρες την ημέρα μέσα στον ξενώνα του ασύλου και τις υπό- λοιπες δέκα να περπατάνε και να αποφεύγουν την αστυνομία. Μίλησε και για τη δική του περίπτωση – έξι μήνες υπό κρα- τική μέριμνα για να αποκτήσει εργαλεία που κόστιζαν τρεις λίρες. Ήταν ηλίθιο, είπε. Μετά, του είπα για τη σπατάλη φαγητού στην κουζίνα και τη γνώμη μου γι’ αυτό. Αμέσως, ο τόνος του άλλαξε. Κατά- λαβα πως είχα ξυπνήσει τον συντηρητικό, που κοιμάται μέσα σε κάθε Άγγλο εργάτη. Παρόλο που είχε πεινάσει, μαζί με τους υπόλοιπους, βρήκε κατευθείαν λόγους για τους οποίους το φαγητό έπρεπε να πετιέται αντί να δίνεται στους αλήτες. Με επέπληξε με αυστηρό τρόπο. «Έτσι πρέπει να γίνεται» είπε. «Αν κάνουν αυτά τα μέρη
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=