Ό,τι μου κάνει κέφι

Τ Ζ Ο Ρ Τ Ζ Ο Ρ Γ Ο Υ Ε Λ 18 λός, βυθισμένος στα χρόνια του, με την πλάτη κυρτωμένη σαν τόξο και τα ερεθισμένα μάτια του να στάζουν αργά στο πάτωμα. Ο Τζορτζ, ένας βρόμικος αλήτης, γνωστός για το περίεργο συνήθειό του να κοιμάται φορώντας το καπέλο του, γκρίνιαζε για ένα δεμάτι με ψωμί που είχε χάσει στον δρόμο. ΟΜπιλ ο τζαμπατζής, ο πιο καλοφτιαγμένος άντρας απ’ όλους μας, ένας γεροδεμένος ζητιάνος, σαν Ηρακλής, που μύριζε μπίρα ακόμη κι αφού είχε περάσει δώδεκα ώρες μέσα στο άσυλο, έλεγε ιστορίες απ’ τα τζαμπατζιλίκια του, για τις μι- σόλιτρες που τον κερνούσαν στις παμπ και για έναν ιερέα που τον κάρφωσε στην αστυνομία κι έφαγε εφτά μέρες στη στενή. Ο Ουίλιαμ και ο Φρεντ, δύο νεαροί, πρώην ψαράδες από το Νόρφολκ, τραγουδούσαν ένα τραγούδι για τη «Δυστυχισμένη Μπέλα», που προδομένη πέθανε μες στο χιόνι. Ο βλάκας φλυαρούσε σχετικά με κάποιον φανταστικό αριστοκράτη που, υποτίθεται, του είχε δώσει κάποτε διακόσιες πενήντα επτά χρυσές λίρες. Κι έτσι περνούσε η ώρα, με αδιάφορες κουβέντες και βαρετές αισχρότητες. Όλοι κάπνιζαν, εκτός απ’ τον Σκό- τι, που του είχαν κατασχέσει τον καπνό και έμοιαζε τόσο μίζερος στην άκαπνή του κατάσταση, που του έδωσα τράκα τα υλικά ενός τσιγάρου. Καπνίζαμε στη ζούλα, κρύβοντας τα τσιγάρα μας σαν σχολιαρόπαιδα κάθε φορά που ακούγαμε το βήμα του επιστάτη, αφού το κάπνισμα, αν και άτυπα επιτρε- πόταν, ήταν επίσημα απαγορευμένο. Οι περισσότεροι «φιλοξενούμενοι» περνούσαν δέκα ώρες συνεχόμενες σ’ αυτό το θλιβερό δωμάτιο. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς το άντεχαν. Έχω καταλήξει στο συμπέ- ρασμα ότι η βαρεμάρα είναι το χειρότερο απ’ όλα τα δεινά του αλήτη, χειρότερο απ’ την πείνα και την ταλαιπωρία, χειρότερο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=