Ό,τι μου κάνει κέφι
Τ Ο Π Τ Ω Χ Ο Κ Ο Μ Ε Ι Ο 17 το παντελόνι του έπεφτε, αφήνοντάς τον γυμνό. Όμως πολύ λίγοι από μας ήταν καλύτεροι απ’ αυτόν· ούτε δέκα καλοφτιαγ- μένοι άντρες δεν υπήρχαν ανάμεσά μας, ενώ οι μισοί από μας, θαρρώ, θα έπρεπε μάλλον να βρίσκονται στο νοσοκομείο. Καθώς ήταν Κυριακή, θα περνούσαμε τη μέρα κλεισμένοι στην πτέρυγα. Με το που έφυγε ο γιατρός, μας έστειλαν πίσω στην τραπεζαρία κι έκλεισαν πίσω μας την πόρτα. Ήταν ένα ασβεστωμένο δωμάτιο, στρωμένο με πέτρινες πλάκες, ανεί- πωτα θλιβερό μ’ αυτή την επίπλωση από φτηνιάρικες, ξύλινες τάβλες και πάγκους, κι αυτή τη μυρωδιά φυλακής. Τα παρά- θυρα ήταν τόσο ψηλά που κανείς δεν μπορούσε να δει έξω και το μοναδικό διακοσμητικό ήταν ένας κατάλογος κανόνων που απειλούσαν με τρομερές ποινές όσους τυχόν δεν θα μπορούσαν να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους. Γεμίσαμε το δωμάτιο τόσο ασφυκτικά, που δεν μπορούσες να κουνήσεις το χέρι σου χωρίς να σκουντήσεις κάποιον. Ήδη, στις οκτώ το πρωί, είχα- με βαρεθεί την αιχμαλωσία μας. Δεν είχαμε τίποτα να πούμε, έξω απ’ τα ασήμαντα κουτσομπολιά του δρόμου, κουβέντες για καλύτερα και χειρότερα άσυλα απόρων, τις σπλαχνικές και τις άσπλαχνες περιφέρειες της χώρας, τις ανομίες της αστυ- νομίας και του «Στρατού της Σωτηρίας». Οι περιπλανώμενοι αλήτες σπάνια ξεφεύγουν απ’ αυτή τη θεματολογία· μιλάνε, θα λέγαμε, μόνο για δουλειά. Δεν έχουν να μιλήσουν για κάτι σημαντικότερο, που να μπορεί να ονομαστεί συζήτηση, αφού η εκπληκτική κενότητα των στομαχιών τους δεν αφήνει χώρο για αναζητήσεις στην ψυχή τους. Ο κόσμος τούς πέφτει πολύς. Το επόμενο γεύμα τους δεν είναι ποτέ αρκετά σίγουρο κι έτσι δεν μπορούν παρά να σκέφτονται κάτι άλλο πέρα από αυτό. Πέρασαν δύο ώρες. Ο γερο- «μπαμπάκας» καθόταν σιωπη-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=