Ό,τι μου κάνει κέφι

Τ Ζ Ο Ρ Τ Ζ Ο Ρ Γ Ο Υ Ε Λ 16 με το τσάι μας ευγνώμονες μετά απ’ αυτή την κρύα, ανήσυ- χη νύχτα. Δεν ξέρω τι θα ’καναν οι φτωχοί καρμίρηδες χωρίς τσάι ή, καλύτερα, χωρίς αυτό το πράμα που λανθασμένα αποκαλούν τσάι. Είναι η τροφή τους, το φάρμακό τους, μια πανάκεια ενάντια σε κάθε κακό. Χωρίς τα περίπου πέντε λίτρα που κατεβάζουν καθημερινά, πραγματικά πιστεύω πως δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την ύπαρξή τους. Μετά το πρόγευμα, έπρεπε να γδυθούμε ξανά για την ια- τρική εξέταση, ένα προληπτικό μέτρο για την ευλογιά. Πέρα- σαν τρία τέταρτα ώσπου να φτάσει ο γιατρός, κατά τη διάρκεια των οποίων είχε κανείς τον χρόνο να κοιτάξει γύρω του και να δει τι είδους άνθρωποι ήμασταν όλοι εμείς. Ήταν ένα διδα- κτικό θέαμα. Στεκόμασταν ημίγυμνοι και τρέμαμε, στοιχι- σμένοι σε δύο μακριές σειρές στον διάδρομο. Το διαθλασμένο φως, γαλαζωπό και ψυχρό, έλαμπε πάνω μας με μια ανελέη- τη διαύγεια. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, εκτός αν έχει αντικρίσει κάτι παρόμοιο, πόσο πλαδαροί, ξεπεσμένοι κοπρί- τες μοιάζαμε. Ξεμαλλιασμένα, τριχωτά, τσαλακωμένα πρό- σωπα, αδύναμα στήθη, πόδια ξερακιανά, σακουλιασμένοι μύες – κάθε είδους δυσμορφία και σήψη του σώματος ήταν παρούσα. Όλοι ήταν ζαρωμένοι και χλωμοί, όπως είναι πάντα οι άστεγοι κάτω απ’ το παραπλανητικά ηλιοκαμένο τους δέρ- μα. Δυο τρεις φιγούρες από κείνο το μέρος μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό μου. Ο γερο-«μπαμπάκας», εβδομήντα τεσσάρων χρονών, με το ζωνάρι του και τα κόκκινα, υγρά του μάτια· ψωραλέος και λιμασμένος, με αραιό μούσι και ρουφηγμένα μάγουλα, που έμοιαζε με το πτώμα του Λάζαρου σε κάποιον παμπάλαιο πίνακα: ένας βλάκας, που σερνόταν δώθε κείθε χασκογελώντας κι απολαμβάνοντας ντροπαλά το γεγονός ότι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=