Ό,τι μου κάνει κέφι
Τ Ζ Ο Ρ Τ Ζ Ο Ρ Γ Ο Υ Ε Λ 14 τα, κάποια από αυτά λιωμένα, ήταν απλώς τρύπες που κρα- τιόντουσαν μαζί χάρις στη συγκολλητική βρόμα. Το δωμάτιο εξελίχθηκε σ’ ένα πιεστικό βάρος από ατμισμένη γύμνια, καθώς η έντονη μυρωδιά ιδρώτα των αλητών ανταγωνιζόταν την άρρωστη αποφορά κοπράνων που ανάδινε το ίδιο το πτω- χοκομείο. Κάποιοι απ’ τους άλλους αρνήθηκαν να κάνουν μπάνιο κι έπλυναν μόνο τα «ποδοκούρελά» τους, τις απαίσι- ες, λιγδιασμένες πατσαβούρες, με τις οποίες συνηθίζουν να τυλίγουν τα δάχτυλα των ποδιών τους οι άστεγοι. Ο καθένας μας είχε τρία λεπτά για να μπανιαριστεί. Έξι λιγδιασμένες, γλιστερές πετσέτες έπρεπε να φτάσουν για όλους μας. Αφού μπανιαριστήκαμε, πήραν τα ρούχα μας και ντυθή- καμε με τις μπλούζες του ασύλου, κάτι γκρίζα, βαμβακερά ρούχα σαν νυχτικά που έφταναν ως τη μέση του μηρού. Μετά, μας έστειλαν στην τραπεζαρία, όπου σερβιρίστηκε το δείπνο πάνω στα σανιδένια τραπέζια. Ήταν το κλασικό φαγητό του ασύλου, πάντοτε το ίδιο, πρωί, μεσημέρι, βράδυ – ένα τέταρ- το του κιλού ψωμί, λίγη μαργαρίνη και μια κούπα με κάτι σαν τσάι. Μας πήρε πέντε λεπτά να καταπιούμε το φθηνό, ανθυ- γιεινό φαγητό. Έπειτα, ο επιστάτης έδωσε τρεις βαμβακερές κουβέρτες στον καθένα και μας πήγε να διανυκτερεύσουμε στα κελιά μας. Οι πόρτες κλειδώθηκαν απέξω λίγο πριν τις εφτά το βράδυ και θα έμεναν κλειδωμένες για τις επόμενες δώδεκα ώρες. Τα κελιά ήταν γύρω στα δυόμισι μέτρα επί ενάμισι και δεν έβαζαν φως από πουθενά, αν εξαιρέσεις ένα μικροσκοπικό παράθυρο με κάγκελα ψηλά στον τοίχο κι ένα ματάκι στην πόρτα. Δεν υπήρχαν καθόλου κοριοί, ενώ σε κάθε δωμάτιο υπήρχε ένας σκελετός κρεβατιού κι ένα αχυρόστρωμα, σπά-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=