Όταν πάγωσε ο Βόσπορος
25 Ο Τ Α Ν Π Α Γ Ω Σ Ε Ο Β Ο Σ ΠΟ Ρ Ο Σ την άγγιξε δισταχτικά στον ώμο: «Αφήστε με να δοκιμά σω, μπορεί και να χαρεί που θα με δει, τι έχετε να χάσε τε; Κι ύστερα θα φύγω, το υπόσχομαι». Αποτραβήχτηκε και με μια φονική ματιά την κάρφω σε στη θέση της: «Περίμενε έξω! Έχω δώσει όρκο. Πρέ πει να τον ρωτήσω πρώτα, κι αν δεχτεί, μπορείς να τον δεις». Πέρασε την πόρτα του άρρωστου και κλείδωσε δυο φορές. Πλησίασε στο κρεβάτι του γιου της που καιγόταν απ’ τον πυρετό. Η υπηρέτρια έβρεχε συνέχεια το μέτω πό του με άσπρες πετσέτες. «Γιατί κλείδωσες, κυρά; Η άλλη έφυγε;» ρώτησε κοι τώντας την με περιέργεια. «Πολλά ρωτάς» είπε και κάθισε στο προσκεφάλι του παιδιού της. Ήταν βυθισμένος στη νάρκη του. Το πρόσωπό του πιο άσπρο και από τα σεντόνια και το στήθος του ανε βοκατέβαινε βαριά, με αγωνία. Ξαφνικά, σαν από ένστι κτο, άνοιξε για λίγο τα μάτια και ψιθύρισε: «Εριέττα! Τη γυναίκα μου, φώναξε κανείς τη γυναίκα μου; Θέλω να πεθάνω στην αγκαλιά της. Μα πού είναι; Μητέρα, τη βρήκατε, βρήκατε τη γυναίκα μου;». Η φωνή του είχε δυναμώσει και φοβήθηκε μην τον ακούσει η νύφη της. Έσκυψε, φίλησε το μέτωπό του κι έκλεισε απαλά τα χείλη του με τα δάχτυλά της. Οι μύες του προσώπου της συσπάστηκαν, με δυσκολία συγκρά τησε τον θυμό της. «Κοιμήσου, αγόρι μου, ξεκουράσου, εκείνη έφυγε από χρόνια, είναι στο Παρίσι με άλλον, πού να τη βρω;»
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=