Όταν πάγωσε ο Βόσπορος

22 Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α της διασταυρώθηκε για λίγο με τη σκληρή της πεθεράς της. «Ήρθα για να τον δω, ήρθα να δω τον άντρα μου». Είχε το θράσος να θεωρεί ακόμη τον εαυτό της γυναί­ κα του; Τολμούσε να την αποκαλεί «μητέρα»; «Πώς τολ­ μάς; Ποιον άντρα σου; Δεν μπορείς να τον δεις, κι αυτό όχι γιατί δεν το επιτρέπω εγώ, αλλά γιατί ο ίδιος δεν επιθυμεί να σε δει». «Μα τώρα είναι αλλιώς, ίσως σε αυτές τις δύσκολες ώρες να…» προσπάθησε να τη μεταπείσει η Εριέττα. «Ούτε τώρα ούτε ποτέ!» απάντησε με πείσμα εκείνη. «Όταν τον παράτησες για να ακολουθήσεις τον εραστή σου στο Παρίσι, μ’ έβαλε να δώσω όρκο πως ακόμα κι αν κάποτε αρρώσταινε και κινδύνευε να πεθάνει δεν θα σε άφηνα ποτέ να μπεις στην κάμαρά του. Δεν πρόκειται, λοιπόν, να πατήσω τον όρκο μου». Έσκυψε το κεφάλι κι άρχισε πάλι να κλαίει. «Ώστε λοιπόν κι εκείνος με μισεί, δεν με συγχώρεσε ποτέ. Μα γιατί, γιατί;» «Χαμένα τα έχεις; Πώς και γιατί να σε συγχωρέσει;» «Ήταν καλός και μ’ αγαπούσε. Υπέθετα πως θα μα­ λάκωνε ο πόνος του και κάποτε θα με συγχωρούσε. Πί­ στευα πως τώρα που αρρώστησε θα ήθελε να με δει και θα με δεχόταν πίσω. Θα τον φρόντιζα, θα τον γιάτρευα με την αγάπη μου, γιατί, όσο κι αν δεν με πιστεύετε, εγώ τον αγαπώ, πάντα τον αγαπούσα. Για μένα αυτό που έγινε ήταν μόνο μια επιπολαιότητα». Οργισμένη απ’ αυτά που άκουγε, άφησε όλη την κακία και το μίσος που είχαν αποθηκευτεί μέσα της να εμφα­ νιστούν στη φωνή και στη ματιά της. «Δυστυχισμένη!

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=