Όταν πάγωσε ο Βόσπορος
21 Ο Τ Α Ν Π Α Γ Ω Σ Ε Ο Β Ο Σ ΠΟ Ρ Ο Σ άγριου θυμού κοντοστάθηκε και πήρε μια ανάσα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Εκείνη εδώ! Μέσα στο δικό της σπίτι! Έσπρωξε την πόρτα και πέρασε στο σαλόνι. Στο ημίφως της λάμπας διέκρινε την ψηλή και λυγερή κορμοστασιά της νύφης της. Το γλυκό άρωμά της, που κάποτε γέμιζε τον ίδιο χώρο, πλημμύρισε την κάμαρα, φέρνοντας στη θύμησή της παλιές, καλές στιγμές του ζευγαριού. Τότε που έβλεπε τον μονάκριβό της να πλέει σε πελάγη ευτυχίας, κάτι που εκείνη ποτέ δεν μπόρεσε να κατανοήσει. Έσφιξε με δύναμη τα δόντια της, που έτριζαν από θυμό. «Εσύ εδώ;» βρήκε μόνο να πει. ΗΕριέττα ατάραχη, σαν να μην την άκουσε, ρώτησε: «Πώς είναι;». «Άσχημα, πολύ άσχημα. Πώς το έμαθες;» «Από μια φίλη σας στο Παρίσι». «Τα νέα μας έφθασαν, λοιπόν, και στο Παρίσι!» «Τον είδε γιατρός; Τι λέει… θέλω να πω, είναι πολύ σοβαρά, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα;» Η αρχόντισσα σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος και την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, γεμάτη κακία και απέχθεια. Την είδε που ήταν ντυμένη κατά μαυρα σαν χήρα και ο θυμός της φούντωσε. «Τι θέλεις;» τη ρώτησε απότομα. «Ξέρουμε κι οι δυο μας πως όλα έχουν τελειώσει από καιρό ανάμεσά σας. Λοιπόν, μην προσποιείσαι τη θλιμμένη, δεν πιάνουν σε μένα αυτά. Καλύτερα να φύγεις». «Μητέρα!» φώναξε εκείνη και ξεσπώντας σε κλάματα σωριάστηκε στην πολυθρόνα. Μόλις ηρέμησε, η ματιά
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=