Όταν πάγωσε ο Βόσπορος
20 Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α ήρθε! Αλήθεια σας λέω, αυτή είναι, περιμένει στο χολ, θέλει να δει τον κύριο». «Ποια ήρθε, τι εννοείς; Όχι, δεν μπορεί, αποκλείεται!» ψιθύρισε κατάπληκτη. «Αυτό είναι πρωτάκουστο! Πώς είναι δυνατόν; Πώς τόλμησε να ξαναπεράσει αυτή την πόρτα;» Άρπαξε απότομα από το χέρι την υπηρέτρια και, ταρακουνώντας την, φώναξε με βραχνή φωνή, σαν να πνιγόταν απ’ τη λύσσα: «Κι εσύ πώς την άφησες να μπει εδώ μέσα; Πώς της επέτρεψες να μπει στο σπίτι μου;». «Τι να έκανα; Έχει πολύ κρύο. Τρέμει, είναι παγωμέ νη… Σάμπως και τι θα μπορούσα να κάνω; Στο κάτω κάτω, γυναίκα του δεν είναι;» «Δεν ξέρεις τι λες! Σταμάτα! Δεν θέλω ν’ ακούσω τί ποτα άλλο. Πέρασέ την στο σαλόνι κι εξαφανίσου…» Σηκώθηκε από τη θέση της αλαφιασμένη και της παράγ γειλε: «Μόλις έρθει ο γιατρός, να με φωνάξεις αμέσως. Και προσέξτε όλοι σας, μην ακούσω τον παραμικρό θό ρυβο, ο Ανδρόνικος κοιμάται». «Σάμπως και ποιος να κάνει φασαρία, κυρά μου, εσείς, εγώ κι ο μπαξεβάνης απομείναμε σ’ αυτό το νεκροταφείο. Μήπως καλύτερα να φέρω τον παπά; Να, λέω μήπως και πρέπει να τον κοινωνήσει, να προλάβουμε…» «Πάψε, πάψε επιτέλους! Ακούς εκεί νεκροταφείο! Εδώ έζησαν διαπρεπείς Οθωμανοί κι αργότερα επιφανείς Ρωμιοί, όπως εμείς. Και μην ξεχνάς, ζει και ο γιος μου εδώ. Ζει! Ακούς; Και μη σε ξανακούσω να λες για παπά δες και νεκροταφεία!» Διέσχισε τρέμοντας τον διάδρομο και με μάτια που, μόλις στέγνωσαν από τα δάκρυα, γέμισαν από λάμψεις
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=