Όταν πάγωσε ο Βόσπορος
17 Ο Τ Α Ν Π Α Γ Ω Σ Ε Ο Β Ο Σ ΠΟ Ρ Ο Σ «Θα μείνετε μέρες στην Πόλη, κύριε;» τον ρώτησε. «Έτσι όπως τα καταφέρατε, μια εβδομάδα το πολύ. Με πιέζει ο χρόνος, αλλά αυτή την πόλη δεν γίνεται να την προσπεράσω, θα κάνω μια σύντομη στάση, αρκεί βέβαια να το επιτρέψουν και οι πάγοι». «Μην ανησυχείτε, κύριε, σύντομα θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση και ο καθένας θα πάει στη δουλειά του» είπε και, κάνοντας χώρο να περάσει στο κουπέ της η Κλειώ, τη ρώτησε αν επιθυμούσε να της φέρει μεταλλικό νερό. Εκείνη αρνήθηκε ευγενικά και αφού χαιρέτησε τους δυο άντρες αποσύρθηκε. Ο αρμοστής μπήκε κι αυτός στο δικό του, ξύνοντας ελαφρά το αραιό γενάκι του. Στο κρεβάτι ξαπλωμένη, με καρφωμένα τα μάτια στο ταβάνι, μια όμορφη γυναίκα τυλιγμένη στο μπουρνούζι που έφερε τη σφραγίδα της εταιρείας έτριβε νωχελικά τα μεταξωτά σεντόνια με το γυμνό της πόδι, μένοντας αμέτοχη σε όλη αυτή την ανα στάτωση που είχε προκαλέσει η κακοκαιρία. Δεν είχε καμία διάθεση να ντυθεί και να βγει έξω. Αναλογιζόταν τη ζωή της κομμένη σε κομμάτια. Το πριν, το σήμερα και το αύριο. Μπορούσε άραγε να ελπίζει σ’ ένα αύριο, ένα αύριο χτισμένο σ’ ένα αμαρτωλό χθες; «Εριέττα, dear, σκεπάσου, έχει κρύο» της είπε, πέτα ξε στα πόδια της τη μάλλινη κουβέρτα και ξάπλωσε δίπλα της, καρφώνοντας λαίμαργα το βλέμμα πάνω στις γυμνές της γάμπες. Ο άντρας είχε τα διπλά της χρόνια, θα μπορούσε να είναι ακόμα και πατέρας της, σκέφτηκε, ωστόσο ήταν για μέρες πολύ ευγενικός και γενναιόδωρος μαζί της,
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=