Όταν πάγωσε ο Βόσπορος
16 Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α ρακολουθώντας ατάραχη τα πρόσωπα των αγριεμένων ζώων, κι αφού ήπιε και την τελευταία γουλιά καφέ από το πορσελάνινο φλιτζάνι της, συνέχισε την ανάγνωση του μυθιστορήματός της. Το τρένο απέπνεε μια αριστοκρα τική ατμόσφαιρα. Με την ξύλινη επένδυση, τις δερμάτι νες πολυθρόνες, την περίτεχνη ταπετσαρία και όλα τα πολυτελή αξεσουάρ του, προσέφερε στους επιβάτες την αίσθηση ότι βρίσκονταν σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, και ήταν η μόνη εκείνες τις ώρες που φαινόταν πως εξα κολουθούσε να απολαμβάνει τις ανέσεις του. Δεν είχε αφήσει ούτε την καθυστέρηση ούτε τους λύκους να της χαλάσουν τη διάθεση. Είχε περάσει υπέροχα στο Παρίσι κι ένιωθε απέραντη ευγνωμοσύνη για τα κορίτσια, τις θετές της κόρες, που μετά τη φιλοξενία είχαν αναλάβει και τα έξοδα της πανάκριβης επιστροφής της στηνΠόλη. Κάποια στιγμή ο προϊστάμενος της αμαξοστοιχίας, παλιός της γνώριμος από τα συχνά ταξίδια της με το τρένο, την πλησίασε και, υπενθυμίζοντάς της ευγενικά πως νύχτωνε και καλό θα ήταν να ξεκουραστεί, της έτει νε το μπράτσο: «Μαντάμ Κλειώ, νύχτωσε, μήπως επιθυ μείτε να αποσυρθείτε στην κουκέτα σας;». Προχωρώντας αγκαζέ στον διάδρομο και συζητώντας για την κακοκαιρία, συνάντησαν τον Άγγλο ύπατο αρ μοστή στο Ιράκ, που έτυχε να ταξιδεύει με το Simplon- Orient-Express από το Παρίσι στην Κωνσταντινούπολη. Στεκόταν σκεφτικός έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα. Με γαλόσωμος άντρας, κομψός, γύρω στα πενήντα. Φορού σε κουστούμι από τουίντ ύφασμα και έδειχνε πολύ γοη τευτικός.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=