Ως το τέλος του κόσμου

15 Ω Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Σ Τ Ο Υ Κ Ο Σ ΜΟ Υ στους γλιστερούς βράχους, βολοδέρνοντας ασταμάτητα πέρα δώθε, σαν ανέλπιδοι ταξιδιώτες που παρέσερναν μαζί τους όνειρα, πόθους, χαρές και μνήμες. Μνήμες παλιές, που ηΜενεξία άλλοτε τις ένιωθε άυλες και άπια- στες να ξαναζούν και να ξαναφεύγουν μαζί τους κι άλλο- τε, όπως αυτό το πρώτο βράδυ της κράτησής της, σαν ανεξίτηλες σφραγίδες, πυξίδα για το παρελθόν μα και για το μέλλον. Πόσο βαριά είναι τούτη η νύχτα. Κανέναν δικό μου δεν περιμένω, κανείς δικός μου δεν με περιμένει. Πώς να γιατρέψω τόσες πληγές; Πληγές επικίνδυνες, γεμάτες φόβο. ΗΈλεν έφυγε, κι ένας χαμός, όσο και να μη θέλεις να το παραδεχτείς, σου αδειάζει την ψυχή. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι δρόμο θα πάρει η ζωή του, μα έρχεται η ώρα που πρέπει να κονταροχτυπηθεί με τα βάσανά του. Έρχεται η ώρα που πρέπει να πληρώσει για τα λάθη του. Κι εγώ θα πληρώσω γι’ αυτά που έκανα κι όχι γι’ αυτά που με κατηγορούν. Ζωή και θάνατος! Τι απίστευτο ζευγάρι, αλήθεια! Πόσο ταιριαστό, μα και πό- σο αχώριστο! Αχ, βρε Έλεν, ακόμα και μετά θάνατον με βασανίζεις, μα δεν πειράζει, ίσως αυτό γίνει αιτία να ξεκαθαρίσω τα παλιά. Πού κατάντησα, να με κατηγορούν για τον φόνο σου. Αν ήταν να το κάνω, θα το είχα κάνει τόσα χρόνια. Αφορμές μού είχες δώσει πολλές, στα νιά- τα με τη σκληράδα σου και στα γηρατειά με την αποκο- τιά σου. Ήταν όμως τα εγκεφαλικά, καταλάβαινα, θύ- μωνα, αλλά καταλάβαινα…

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=