Ως το τέλος του κόσμου

14 Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α νόμο, ας πει ό,τι θέλει, μαθημένη είναι στα παραμύθια, δεν χρειάζεται να περιμένει δικηγόρους και δικαστήρια. Μικρός είναι ο τόπος μας, όλοι λίγο πολύ γνωριζόμαστε, όλοι ξέρουμε ποιος είναι ποιος και τι καπνό φουμάρει. Έτσι δεν είναι, Μενεξία;» συνέχισε ο συνταξιούχος χω- ροφύλακας, σωριάζοντας το λιπόσαρκο κορμί του στην ξύλινη καρέκλα του κοινοτικού γραφείου. «Εγώ θα κοι- μηθώ εδώ μαζί της, κι εσύ φύγε τώρα, παλικάρι μου, πή- γαινε να ξαποστάσεις» συμπλήρωσε, παίζοντας νευρικά στα χέρια το κομπολόι του. Στο κεφαλόσκαλο έστεκε αμίλητος ο αγροτικός για- τρός, που, ενώ είχε λήξει η θητεία του κι έπρεπε να έχει φύγει, παρέμενε εδώ και μέρες εγκλωβισμένος λόγω κα- κοκαιρίας. «Μάλλον θα πέθανε όταν έπεσε. Παραπάτησε η κα- κομοίρα και γλίστρησε. Δεν φαίνεται τραύμα από γου- δί…» είχε ψελλίσει διστακτικά πάνω από το πτώμα της Εγγλέζας. «Πήγαινε κι εσύ, τι κάθεσαι εδώ πέρα; Μήπως κι έχεις κάτι να προσφέρεις; Κι έχε τον νου σου, μόλις έρθει το βαπόρι να σαλπάρεις, μην το χάσεις, έχει καιρό που σε περιμένει εκείνη η δόλια η μάνα σου» συνέχισε γεμάτος νεύρα. «Άντε να έρθει το καράβι να σε ξεφορτωθούμε. Κι αν είναι όλοι σαν εσένα, καλύτερα να μείνουμε χωρίς γιατρό» μουρμούρισε, κι αφού τράβηξε μια γερή ρουφη- ξιά από το τσιγάρο, έβγαλε αργά αργά και απολαυστικά τον καπνό απ’ τα ρουθούνια του. Αυτή τη φορά η Μενε- ξία δεν θα γλίτωνε. Θα την έχωνε μέσα για τα καλά. Εδώ και μέρες μανιασμένα κύματα χτυπιούνταν πάνω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=