Ως το τέλος του κόσμου
13 Ω Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Σ Τ Ο Υ Κ Ο Σ ΜΟ Υ σταυροκοπήθηκε και με βαθιά οδύνη που ζωγραφίστηκε στο ταλαιπωρημένο από τα χρόνια πρόσωπό του ψιθύρι- σε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν μας τους αμαρτωλούς!». «Όπως είδες, χωροφύλακα, το γουδί δεν πρόλαβα να το χρησιμοποιήσω, καθαρό το βρήκατε όταν τρέξατε να με συλλάβετε. Άδικα λαχανιάσατε να σκαρφαλώσετε εκεί πάνω, θα ερχόμουν μόνη μου. Δεν σκότωσα εγώ την πα- λιόγρια, ούτε την έσπρωξα, μόνη της έπεσε από τη σκά- λα. Έχω πολλά να σας πω απόψε, μα όχι αυτά που πε- ριμένετε. Πάρτε το απόφαση, εδώ θα τη βγάλουμε τη νύχτα, δεν έχει ύπνο». «Σταμάτα, Μενεξία. Δεν αποφασίζεις εσύ, αλλά πράγ- ματι απόψε εδώ θα ξημερωθούμε. Εσύ μέσα, στο πρό- χειρο κρεβάτι, κι εγώ εδώ, στην καρέκλα. Αύριο πιστεύω να έρθει ο αστυνόμος από την Αιγιάλη και βλέπουμε τι θα πει. Δεν θέλω να ακούσω τίποτα τώρα και καλύτερα να μη μιλήσεις, εκτός βέβαια κι αν ομολογήσεις…» «Ό,τι πεις μπορεί να είναι εναντίον σου, γι’ αυτό ηρέ- μησε κι όταν έρθει η ώρα τα λες μια και καλή στον δικη- γόρο σου» τη συμβούλεψε ο νεαρός κοινοτάρχης, που παρακολουθούσε ως τότε αμήχανος τη συζήτηση. «Βρε νιάνιαρο, δεν θα μου πεις εσύ πότε θα μιλήσω. Ξέρεις πως, σαν ήσουνα μωρό, έτυχε πάνω από τρεις φορές να πλύνω τον σκατωμένο κώλο σου;» «Άφησέ την, παιδί μου. Φέρ’ της ένα πιάτο φαγητό, λίγο νερό και μια κουβέρτα κι αύριο το πρωί που θα ηρε- μήσει, σαν φτάσει με το καλό και το καΐκι με τον αστυ-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=