Ως το τέλος του κόσμου

12 Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α «Έχουμε και τα καΐκια που έρχονται από απέναντι. Θα φτιάξει και η συγκοινωνία, μην παραπονιέστε. Είδατε που το καράβι δένει τώρα στον ντόκο κι όχι αρόδου, όπως παλιά; Και το άλλο πού το πας, έχουμε κι εμείς εδώ πια το ηλεκτρικό μας» υπερασπίστηκε ο παπάς τα κεκτημένα. «Θυμάσαι, Αργύρη, που μόλις βράδιαζε άναβες πότε το νυχτοφάναρο και πότε το λουξ για να βλεπόμαστε;» «Γιατί δεν μ’ ακούτε; Τη σκότωσε, τη σκότωσε, σας λέω. Της άνοιξε το κεφάλι με το γουδί!» συνέχισε να φωνάζει ο μικρός την ώρα που η Λεμονιά, η ευτραφής γυναίκα του καφετζή, με γερμένους ώμους και μανίκια σηκωμένα, που άφηναν σε κοινή θέα τα κρεμασμένα μπράτσα της, έβγαινε από την κουζίνα κρατώντας το ταψί με το μοσχομυρωδάτο παστίτσιο που μόλις είχε βγάλει από τον φούρνο. Κόντεψε να της πέσει κάτω από την ταραχή. «Τι λέτε, βρε παραμυθάδες; Ποια σκότωσαν; Δεν βρή- κατε άλλο παιχνίδι βραδιάτικα και σκαρφιστήκατε αυτές τις ανοησίες;» «Αλήθεια λέω. Η Εγγλέζα ήταν στο πάτωμα και είχε αίματα και η άλλη όρθια από πάνω της κρατούσε το γουδί». «Αλήθεια λέει» ψιθύρισε με κατεβασμένο κεφάλι το μεγαλύτερο παιδί, λιώνοντας νευρικά με τη μύτη του πα- πουτσιού του ένα κάρβουνο που είχε πέσει στο πάτωμα. Κάποιος έξυσε το μουστάκι του κι ύστερα ατάραχος έστριψε ένα τσιγάρο, άλλος χαμογέλασε με κακία, αφή- νοντας να φανούν τα κιτρινισμένα από τον καπνό δόντια του, κι ο παπα-Ενάρετος στο άκουσμα αυτής της είδησης

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=