Ως το τέλος του κόσμου

30 Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α τσο την κόρη της και, σπρώχνοντάς την προς τα μέσα, συνέχισε: «Κοίτα, κοίτα γύρω σου, κοίτα τα έπιπλα, κοί- τα τα πράγματα! Εμπρός λοιπόν, τι κοιτάς εμένα, γύρω σου κοίτα, ζωντάνεψε τις εικόνες της ζωής μας, μόνο, σε παρακαλώ, θυμήσου πως κι εγώ έμενα εδώ». Ρυθμικές σταλαγματιές από τη βρύση πάνω από το λαβομάνο και το τικ τακ από τους δείκτες του ξύλινου ρολογιού έσπαγαν τη σιωπή. «Παράτα με! Τίποτα δεν θέλω να θυμηθώ. Και ξέρεις γιατί; Γιατί όλα με πληγώνουν, γιατί, αν τα ξαναθυμηθώ, θα μισήσω τον εαυτό μου που γύρισα. Γι’ αυτό σκάσε. Όσο πιο λίγα λες τόσο καλύτερα θα είναι. Θα κατέβω στο λιμάνι να αγοράσω μερικά πράγματα, πρέπει κάπως να ζήσουμε εδώ μέσα μέχρι να έρθει ο αστυνόμος κι εσύ κοίτα να συμμαζέψεις λίγο το αχούρι». Βγήκε έξω, άναψε τσιγάρο, τράβηξε μια γερή ρουφη- ξιά κι έσπρωξε με ορμή τον καπνό για να βγει από μέσα της, σε μια προσπάθεια να διώξει κάθε εικόνα που ερχό- ταν να ζωντανέψει από το παρελθόν και να εισβάλει βίαια στη σκέψη της. «Μπαμπά!» είπε μόνο και κατηφό- ρισε το μονοπάτι, σκουπίζοντας τα δακρυσμένα μάτια της. Μπήκε στο μαγαζάκι του Αργύρη, κι αφού έκανε τα ψώνια της, όσο όλα τα μάτια έστεκαν καρφωμένα πάνω της, ζήτησε ένα ποτήρι κρασί, βγήκε έξω κι αφέθηκε πάνω στο βρεγμένο πεζούλι αγναντεύοντας τη θάλασσα. Ο Δαμιανός Γεωργίου, που βρισκόταν εκεί και συζητού- σε πίνοντας με τους ναυτικούς, την είδε και, μη θέλοντας να χάσει την ευκαιρία, πήρε το μπουκάλι και αψηφώντας κι αυτός τα νερά κάθισε δίπλα της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=