Ως το τέλος του κόσμου

29 Ω Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Σ Τ Ο Υ Κ Ο Σ ΜΟ Υ νου μου να πάω πουθενά. Και να ήθελα, βέβαια, δεν θα έβρισκα τον τρόπο. Όπως πολύ καλά γνωρίζεις, ούτε να πετώ ξέρω ούτε να κολυμπώ». «Ο μακαρίτης δεν τα τίναξε, τον τίναξες, αλλά έχουμε καιρό να τα πούμε αυτά…» είπε και γυρίζοντας την πλά- τη, αφού πρώτα έριξε μια ματιά στη Στελλίνα, πήρε την κατηφόρα. ΟΜάνος άγγιξε διστακτικά τον ώμο της κοπέλας και μορφάζοντας αμήχανα της είπε: «Κάποια στιγμή εμείς οι δυο πρέπει να μιλήσουμε. Όποτε μπορείς, έλα να τα πούμε, ξέρεις πού θα με βρεις, θα σε περιμένω». Εκείνη τραβήχτηκε απότομα. «Δεν έχουμε να πούμε τίποτα, μη με περιμένεις άδικα!» απάντησε κοφτά και με κατεβασμένο κεφάλι κλότσησε ένα ζευγάρι γαλότσες που ήταν πεταμένες στο κατώφλι και ακολουθώντας μέσα τη μάνα της βρόντηξε με δύνα- μη την πόρτα πίσω της. Η ατμόσφαιρα εγκατάλειψης που ξεκινούσε απ’ έξω απλωνόταν και μέσα, μέχρι και την τελευταία γωνιά. Η Μενεξία άνοιξε τα μισόκλειστα θαλασσοδαρμένα πορ- τόφυλλα να μπουν φως και αέρας και η Στελλίνα κοίτα- ζε χαμένη το ερειπωμένο σπίτι, το τυλιγμένο με την αλ- μύρα της θάλασσας και την υγρασία του νοτιά. «Τι κοιτάς; Εδώ ζούσαμε κάποτε. Οι άνθρωποι πεθαί- νουν, αλλά βλέπεις τα πράγματα μπορεί να πάλιωσαν, μα εξακολουθούν να ζουν και να υπάρχουν. Εσύ έφυγες και δεν σε νοιάζει, όμως εδώ μέσα είναι το παρελθόν μας, κι ας μην είμαστε εμείς πια εδώ». Άρπαξε από το μπρά-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=