Ως το τέλος του κόσμου

28 Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α σύννεφα και η βροχή έπεφτε τώρα δυνατή πάνω στην ετερόκλητη παρέα. Από τη μια, η συναρπαστική άγρια θέα προς τη θάλασσα με τα απόκρημνα κοφτερά βράχια και, από την άλλη, στο τέρμα της ανηφόρας το ξωκλήσι της Παναγιάς. Μια σκηνή σαν από παλιά ασπρόμαυρη ταινία πέρασε από τον νου της Μενεξίας . Ένα σούρουπο εκείνη κι ο Βλάσης κάτω από το φως του φεγγαριού σ’ ένα «σκηνικό» ρομαντικού γάμου που φάνταζε τότε τόσο ιδανικό. «Είσαι κούκλα!» της ψιθύριζε συνεχώς στ’ αυτί. Μες στο κάτασπρο, αφράτο, γαρνιρισμένο με χρυσή κλωστή φουστάνι, που τόνιζε τις αναλογίες της, αναδεικνύο­ ντας όλο της το μέστωμα, ένιωθε πριγκίπισσα . Κι όταν ο ψηλός και λυγερός, γεμάτος φως άντρας τής κάρφωσε μια άσπρη καμέλια στο άνοιγμα του στήθους, ένα ρίγος προσμο­ νής είχε νιώσει να διαπερνά όλο της το είναι. Ένας γλάρος πέρασε κρώζοντας, σαν να ήθελε να διαγράψει αυτή την όμορφη εικόνα απ’ τα θολά της μά- τια. Κοντοστάθηκε, κι αφού πήρε μια ανάσα ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην κόρη της, συνέχισε το ανηφορικό μονοπάτι σέρνοντας τα βήματά της απρόθυμα. Μόλις έφτασαν έξω από την ταλαιπωρημένη απ’ τα χτυπήματα των βοριάδων εξώθυρα, ο χωροφύλακας σταμάτησε και, καρφώνοντας το αυστηρό του βλέμμα επάνω της, πρό- σταξε: «Και άκουσέ με καλά, κυρία Ραφαλέτου, μη διανοη- θείς να το κουνήσεις ρούπι από εδώ μέχρι να έρθει ο αστυνόμος». «Βάθουλα με λένε. Από τότε που τα τίναξε ο άντρας μου το άλλαξα, κράτησα το πατρικό μου και δεν έχω στον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=