Ως το τέλος του κόσμου

27 Ω Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Σ Τ Ο Υ Κ Ο Σ ΜΟ Υ ψε καταφατικά στη γυναίκα κι εκείνη το έχωσε βιαστικά στην τσέπη. Την ώρα που έφευγαν, ένα αλαφιασμένο πλήθος πε- ρίμενε έξω από την πόρτα της Εγγλέζας, έτοιμο να λι- ντσάρει τη Μενεξία. «Φόνισσα!» τσίριζαν οι ανήλικοι αυτόπτες μάρτυρες, ενώ οι γονείς τους έξαλλοι ξεστόμιζαν βρισιές και κα- τάρες. «Κακούργα, μια φορά τη γλίτωσες, δεν έχει άλλη». «Επιτέλους, ήρθε η ώρα να σε χώσουν μέσα και να σαπίσεις στη φυλακή» όρμησε φωνάζοντας πάνω της ένας φίλος του μακαρίτη του άντρα της. «Πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί, αν το έκανα όπως λες μια φορά στο παρελθόν κι άλλη μια φορά τώρα, δεν θα το έχω σε τίποτα να το ξανακάνω και να μπω δίκαια μέσα» του φώναξε αγριεμένη. «Σταμάτα, μάνα, και προχώρα» είπε η Στελλίνα τρα- βώντας την από το μπράτσο και συμπλήρωσε: «Μάλλον θα χρειαστεί να βρούμε δικηγόρο». «Δεν τη σκότωσα. Γιατί να το κάνω; Σκύλα είχε κατα- ντήσει, αλλά ήταν από την αρρώστια, καταλάβαινα. Εί- χαμε μόνο η μια την άλλη. Αυτή παιδιά δεν είχε, εγώ ένα είχα, τι είχα δηλαδή, είχα και δεν είχα. Τέλος πάντων». Κατηφόρισαν από τον λόφο, βγήκαν στο μικρό λιμά- νι και, πάντα με τη συνοδεία των δυο αντρών, πήραν το φιδίσιο μονοπάτι για το σπίτι της οικογένειας. Ένα ρεύ- μα κρύου αέρα σύρθηκε σαν οχιά στις χοντρές γάμπες της γυναίκας. Παγωμένες σταγόνες βροχής την έκαναν να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα. Ο ουρανός είχε γεμίσει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=